ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Ο Ίδιος ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του απέστειλε τους Μαθητές Του σ' όλο τον κόσμο με την εντολή, μαζί με την διδασκαλία, να «βαπτίζουν» τους ανθρώπους «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», διότι μόνον «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Ματθ. κη 19, Μάρκ ιστ 16).
Το είχε διακηρύξει άλλως τε και κατά την συνομιλία Του με τον Φαρισαίο Νικόδημο, ότι, «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού»(Ίωάν. γ' 5). Τα λόγια αυτά του Κυρίου σημαίνουν ότι είναι εντελώς απαραίτητο το Βάπτισμα και ότι αναγεννά και βάζει τον άνθρωπο στον δρόμο της σωτηρίας. Δεν είναι κάτι συμβολικό δηλαδή και επιφανειακό.
Αλλά και όταν έγιναν τα επίσημα εγκαίνια της Εκκλησίας κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, τότε πού με τον φωτισμό και την φλόγα του Αγίου Πνεύματος ομίλησε με θάρρος ενώπιον χιλιάδων Εβραίων ο Απόστολος Πέτρος, διεκηρύχθη επισήμως η αναγκαιότης και η σημασία του Βαπτίσματος. Όταν δηλαδή άκουσαν το κήρυγμα του Αποστόλου οι Εβραίοι, «κατενύγησαν τη καρδία», όπως σημειώνει το βιβλίο των «Πράξεων», συγκλονίσθηκαν δηλαδή αρκετοί και μετανοήσαν επίστευσαν στα λόγια του και ερώτησαν τους Αποστόλους: Τι πρέπει να κάνομε τώρα, άνδρες αδελφοί; Και ο Άγιος Πέτρος απάντησε: «Μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος». Δεν τους είπε: αρκεί πού πιστεύετε, θα σωθείτε. Δια να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας, είπε, πρέπει να βαπτισθείτε. Και βαπτίσθηκαν αμέσως 3.000 άνθρωποι, πού απετέλεσαν την πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων (Πράξ. 6' 37-41). Επομένως το Βάπτισμα είναι το μέσον και ο φορεύς της απολυτρώσεως από την αμαρτία. Δεν είναι απλή συμβολική τελετή.
Ο δε Απόστολος Παύλος μας λέγει ότι με το Βάπτισμα, κατά τρόπον υπερφυσικόν και ανερμήνευτον από το αδύνατο ανθρώπινο μυαλό, αποθνήσκομεν και ανιστάμεθα μαζί με τον Χριστόν και ενδυόμεθα τον Χριστόν. Φορούμε σαν άλλο ένδυμα τον Χριστόν. «Όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. ζ' 3-4). Γίνεται ταφή και ανάστασις κατά το Βάπτισμα μας. Αυτό άλλως τε το νόημα έχει και η τριπλή κατάδυσις μέσα στο ευλογημένο ύδωρ της Κολυμβήθρας και η ανάδυσις. Όπως αναφέρει αρχαίο εκκλησιαστικό κείμενο ονομαζόμενο «Διαταγαί των Αποστόλων», «η κατάδυσις το συναποθανείν, η άνάδυσις το συναναστήναι τω Χριστώ» σημαίνει.
Ο δε Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων προσθέτει: «Κατέρχη μεν γαρ εις το ύδωρ φορών τας αμαρτίας, άλλ' η της χάριτος επίκλησις σφραγίσασα την ψυχήν ου συγχωρεί (=δεν επιτρέπει) λοιπόν υπό του φοβερού καταποθήναι δράκοντος. Νεκρός, εν αμαρτίαις καταβάς, αναβαίνεις ζωοποιηθείς εν δικαιοσύνη». Βυθίζεται δηλαδή αμαρτωλός ο άνθρωπος στο νερό της Κολυμβήθρας και βγαίνει δίκαιος, αθώος, άγιος. Τούτο γίνεται αμέσως και δεν το συμβολίζει απλώς το Βάπτισμα, όπως νομίζουν οι «Ευαγγελικοί». Απαλλάσσεται ή ψυχή από όλα τα αμαρτήματα, καθαρίζεται, εξαγνίζεται και αναγεννάται. Αρχίζει νέαν ζωήν. Και αναλόγως προς τον αγώνα τον προσωπικόν, πού θα κάνη στην συνέχεια, θα διατήρηση ή όχι την καθαρότητα της και θα προοδεύση στον αγιασμό.
Γι' αυτήν την κάθαρση και ανακαίνιση, πού επιτελείται στο Βάπτισμα κατά τρόπον υπερφυσικό, γράφει πάλιν ο Απόστολος Παύλος, όταν λέγη στους Κορινθίους, πού ήσαν προηγουμένως δούλοι της διαφθοράς, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Με το Βάπτισμα «απελούσασθε... ηγιάσθητε... εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών» (Α' Κορ. ζ' 9-11).
Κάτι όμως πρέπει να λεχθεί και για τον Νηπιοβαπτισμό, πού τον καθόρισε ενωρίτατα η Εκκλησία και τον απορρίπτουν οι «Ευαγγελικοί». Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Νήπιον εστί σοι; Μη λαβέτω καιρόν η κακία εκ βρέφους αγιασθήτω, εξ ονύχων απαλών καθιερωθήτω τω Πνεύματι». Εχεις δηλαδή νήπιον; Μη καθυστερείς να το βάπτισης και προχώρηση έτσι ή κακία με την ηλικία του. Ας αγιαστεί, ας βαπτισθεί δηλαδή τώρα πού είναι βρέφος. Ας αφιερωθεί στον Θεό και ας σφραγισθεί με το Άγιο Πνεύμα από τώρα πού είναι απαλά, τρυφερά τα νύχια του. (Ίδέ και Πράξ. ιζ' 33, Α' Κορ. α' 16, όπου γίνεται λόγος για βάπτιση όλων των μελών δύο οικογενειών, επομένως και των νηπίων τους).
Η Εκκλησία μας διδάσκει ότι η Θεία Χάρις δεν εξαρτάται από την λογικήν ικανότητα του άνθρωπου. Οι «Ευαγγελικοί» βεβαίως ως ορθολογιστές δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό. Το πώς δηλαδή το νήπιο απαλλάσσεται δια του Βαπτίσματος από το προπατορικό αμάρτημα κατά τρόπον μυστικόν και πώς ενσωματώνεται στο μυστικόν Σώμα του Χριστού, πού είναι η Εκκλησία. Πώς αποκτά επίσης την δυνατότητα να κοινωνεί, να μετέχει στην εξαγιαστική ζωή και Χάρη της Εκκλησίας και να αναπτύσσει και το φύτρο της αγιότητας, με το όποιον εμβολιάσθηκε κατά το Βάπτισμα. Πώς ενδύεται τον Χριστόν, όπως το τονίζει ο Άγιος Απόστολος Παύλος, όταν γραφή: «Όσοι εις Χριστόν εβατπίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. γ' 27). Πώς δηλαδή γίνεται ένα με τον Χριστόν. Εδώ είναι το Μυστήριο, στο όποιο δεν χωρεί ο μικρός ανθρώπινος νους.
Ας προσθέσουμε τέλος ότι οι «Ευαγγελικοί» ευρίσκονται έκτος αληθείας και όσον αφορά στον τρόπον, με τον όποιον τελούν το λεγόμενο Βάπτισμα τους. Κάμνουν ραντισμόν ή περίχυσιν με το νερό, όπως οι Παπικοί. Όμως η λέξις «βαπτίζω», πού χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο, δεν σημαίνει ραντίζω ή περιχύνω, αλλά βυθίζω, βουτώ. Εξ άλλου και τα αρχαία «Βαπτιστήρια», πού έχει ανακαλύψει η Αρχαιολογία, φανερώνουν ότι οι πρώτοι Χριστιανοί εβαπτίζοντο, όπως βαπτιζόμαστε εμείς οι Ορθόδοξοι.
Από το βιβλίο "ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ"
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ», 1997
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ», 1997
Τι διδάσκουν για το βάπτισμα οι Προτεστάντες
Κατ΄ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι οι λεγόμενοι «Ευαγγελικοί», απορρίπτουν τα πέντε από τα επτά Ιερά Μυστήρια και δέχονται μόνον τα δύο, το Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία. Και αυτά όμως δεν τα παραδέχονται και δεν τα τελούν όπως εμείς οι Ορθόδοξοι.
Για το Βάπτισμα συγκεκριμένα, πού είναι το Ιερό Μυστήριο με το όποιο γίνεται κανείς μέλος της Εκκλησίας και πολιτογραφείται στην Βασιλεία του Θεού, λέγουν ότι είναι μια απλή τελετή, πού συμβολίζει απλώς την αναγέννησι του ανθρώπου. Δεν μεταδίδει δηλαδή η Ιερή αυτή τελετή την Θείαν Χάριν, αλλά συμβολίζει την μετάδοσιν της Θείας Χάριτος.
Απορρίπτουν έτσι τον μυστηριακό χαρακτήρα του Βαπτίσματος. Μυστηριακός χαρακτήρ σημαίνει ότι η τελετή αυτή δεν είναι κάτι τυπικό και συμβολικό, αλλά «δια του ορατού ύδατος μεταδίδεται κατά τρόπον μυστηριώδη η Θεία Χάρις, αρνητικώς μεν ως άφεσις αμαρτιών, θετικώς δε ως πλήρωσις δια της Θείας Χάριτος».
Σύμφωνα με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας «το Βάπτισμα είναι το μυστήριον εν τω οποίω ο πιστός δια τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως εν τω ύδατι και της επικλήσεως του ονόματος των τριών προσώπων της θεότητος αναγεννάται υπό του Αγίου Πνεύματος καθιστάμενος καινή εν Χριστώ κτίσις».
Μέσα δηλαδή από αυτά πού φαίνονται (ύδωρ) και ακούονται (Ευχαί), χαρίζεται η αναγέννησις. Αυτό σημαίνει Μυστήριον. Κάτι πού ξεπερνά το λογικόν και την αντίληψιν του ανθρώπου. Οι «Ευαγγελικοί» όμως, οι όποιοι βασίζονται κυρίως στο λογικό τους, δεν είναι ικανοί να εισδύσουν στην έννοια του Μυστηρίου και βρίσκουν σαν λύσι να το απορρίψουν και να το δεχθούν μόνον ως σύμβολον.
|
Κατά την ορθόδοξη πίστη η αναγέννηση του ανθρώπου πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα. Δεν πρόκειται εδώ για το βάπτισμα του Ιωάννη, γιατί αυτό διακρίνεται από το Χριστιανικό βάπτισμα (Πράξ. ιθ' 3-5). Το Χριστιανικό βάπτισμα γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη' 19)
Με το Χριστιανικό βάπτισμα ενδύεται κανείς τον Χριστό, λαμβάνει το Πνεύμα της υιοθεσίας και γίνεται κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Ιησού Χριστού (Γαλ γ' 26-29. Ρωμ. η' 17). Η αγία Γραφή βεβαιώνει πώς δεν υπάρχουν δύο βαπτίσματα για τούς πιστούς το βάπτισμα με νερό, πού ακολουθείται από το άγιο Χρίσμα, είναι ή «άνωθεν αναγέννηση» του Ιω. γ' 3-5.
Το Χριστιανικό Λοιπόν βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία (Μάρκ. ιστ' 16. Α' Πέτρ. γ' 20-21). Μ' αυτό αποθνήσκουμε ως προς την αμαρτία και αναγεννώμεθα πνευματικά (Πράξ. β' 38. Ρωμ. στ' 1-11. Τίτ. Υ' 5).
Με το άγιο βάπτισμα λαμβάνουμε το Πνεύμα της υιοθεσίας και γινόμαστε «τέκνα Θεού» (Ρωμ. η' 5-11. Γαλ δ' 5-6), γιατί με το βάπτισμα εvτασσόμαστε στο σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία (Πράξ. β' 41.47. Α' Κορ. lβ' 13. Γαλ Υ' 26-28) «εν σώμα και εν Πνεύμα... μία πίστις, ένα βάπτισμα» (Εφεσ. δ' 4-5). Ή Εκκλησία, πού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. Υ' 15), ερμήνευσε το Ιω. γ' 3-5 σε αναφορά με το άγιο βάπτισμα.
Ο άγιος Ιουστίνος (†165) συνδέει το βάπτισμα με την αναγέννηση του Ιω. γ' 3-5' μάλιστα το χαρακτηρίζει «τρόπον αναγεννήσεως» (Άπολ Α' 61). Ο Ωριγένης (185-254) Λέγει πώς το Άγιο Πνεύμα υπάρχει «εις μόνους τούς μεταλαβόvτας αυτού εν τη του βαπτίσματος δόσει» (παρά Άθαν., Πρός Σεραπ. επ. Δ', 10). Ο Τερτυλλιανός (†220) αναφέρει πώς «χωρίς το βάπτισμα δεν ανήκει σε κανένα η σωτηρία, όλως ιδιαιτέρως εξ αιτίας του Λόγου του Κυρίου, 'εάν τις δεν αναγεννηθεί εξ ύδατος', δεν έχει την Ζωήν» (Περί βαπτ. 12). Ο Μ. Άθανάσιοςτον μεν παλαιόν απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Πρός Θεραπ., επιστ. Δ',13). (295-373) αναφέρει πώς ο βαπτιζόμενος «
Αλλά και στην εποχή των μεγάλων πατέρων, η Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο ερμήνευσε τούς Λόγους της Γραφής, ταυτίζοντας τη σωτηρία και την αναγέννηση με το βάπτισμα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο διάλογο με τον Νικόδημο (Ίω. γ' 1-21) και ονομάζει το βάπτισμα «λοχείαν», δηλαδή τοκετόν και «νέον δημιουργίας τρόπον... εξ ύδατος και Πνεύματος», «και αν ερωτήση κανείς ‘πως από ύδωρ;', τότε πρέπει να δοθεί η απάvτηση: Όπως ακριβώς εις την αρχήν το πρώτον υποκείμενον στοιχείον ήτό το χώμα και το παν ήτο έργο του Δημιουργού, έτσι και τώρα το μεν ύδωρ είναι το υποκείμενον στοιχείον, το παν δε είναι έργον της χάριτος του Πνεύματος'» (Χρυσ., Εις τό Ιω., ομιλ ΚΕ' 2).
«Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωσεν ο Χριστός αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά. Έτσι και το βάπτισμα, η μεν δωρεά του ύδατος γίνεται με αισθητόν πράγμα, αλλά το συντελούμενον, δηλαδή η αναγέννησις και ανακαίνισις είναι νοητά. Διότι, εάν μεν ήσουν ασώματος, γυμνά θα σου παρέδιδε τα ασώματα αυτά δώρα. Επειδή όμως η ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα, με αισθητά πράγματα σου παραδίδει τα νοητά» (Χρυσ., Εις το Ματθ., όμιλ. ΠΒ' 4)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (381) αναφέρει τρεις γεννήσεις: «την σωματική, την δια του βαπτίσματος και την δια της αναστάσεως» (Λόγος Μ' 2, Εις το άγιον βάπτισμα).
Αλλά και οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, όπως ο Αυγουστίνος, ονομάζουν το βάπτισμα «μυστήριον αναγεννήσεως». Γι' αυτό και όποιος αρνείται τον νηπιοβαπτισμό, βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγία Γραφή, αλλά και με το «τυπικό της Εκκλησίας, πού παραδόθηκε από παλαιά και τηρείται πάντοτε» (Αύγουστ., Έπιστ. πρός Σίξτο VII 32. Χ 43).
Το γεγονός της ταύτισης του βαπτίσματος με την αναγέννηση δεν σημαίνει βέβαια πώς το βάπτισμα μας απαλλάσσει από τον προσωπικό αγώνα για την διατήρηση και την καρποφορία του πνευματικού δώρου. Αντίθετα η Εκκλησία εύχεται στον Κύριο να αναδείξει τον νεοφώτιστο «αήττητον αγωνιστήν κατά των μάτην έχθραν φερομένων κατ' αυτού» και να δώσει σ' αυτόν «πάντα μελετάν εν τω νόμω σου και τα ευάρεστά σοι πράττειν».
Όπως αναφέρθηκε, το βάπτισμα μας «ενδύει» τον Χριστό και μας εισάγει στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή στη «βασιλεία του Θεού» (Ίω. γ' 3-5), όμως αυτός είναι ο «αρραβών» (Β' Κορ. ε' 5. Έφεσ. α' 14), τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί και να χάσει. Άλλωστε η περίοδος του αρραβώνα, ακόμη και στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι περίοδος δοκιμασίας. Γι' αυτό και απαιτείται άσκηση και αγώνας (Α' Θεσ. ε' 6-11. Α' Πέτρ. ε' 8-9).
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου