Ήταν μια φορά κι έναν καιρό δύο αδελφοί που τσακώνονταν ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο.
Το δίκιο, έλεγε ο μικρός, το άδικο, έλεγε ο μεγάλος, και κάποια στιγμή ο μικρός εκνευρίστηκε κι είπε στον μεγάλο:
«Ξέρεις κάτι; Θα βάλουμε στοίχημα και θα κρίνει ο δεσπότης, κι αν κυβερνάει το δίκιο θα σου βγάλω τα μάτια,
αν κυβερνάει το άδικο θα μου βγάλεις εσύ τα μάτια».
Ο μεγάλος δέχτηκε και ξεκίνησαν να ρωτήσουν το δεσπότη.
Στο δρόμο αντάμωσαν ένα γέρο και του είπαν: «Άκου, παππούλη, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι» κι αυτός αποκρίθηκε:
«Αν με ρωτήσετε, θα σας απαντήσω»
Τον ρώτησαν λοιπόν: «Ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο» κι ο γέρος απάντησε: «Το άδικο, παλικάρια μου»
«Τ’ ακούς, μικρέ;» είπε τότε ο μεγάλος αδελφός, «έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτι».
Αλλά ο μικρός απάντησε: «Η συμφωνία μας ήταν ν’ αποφασίσει ο δεσπότης, όχι αυτός ο γέρος».
Συνέχισαν λοιπόν το δρόμο τους ώσπου αντάμωσαν έναν καλόγερο και του είπαν: «Άγιε πατέρα, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι»
κι αυτός αποκρίθηκε: «Αν με ρωτήσετε θα σας απαντήσω».
Τον ρώτησαν λοιπόν: «Πες μας, ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο» κι αυτός απάντησε: «Το άδικο»
Φώναξε τότε ο μεγάλος αδελφός. «Τ’ ακούς, μικρέ; Έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτια»
Αλλά ο μικρός του αντιγύρισε: «Θα κρίνει ο δεσπότης και κανένας άλλος»
Έφτασαν τέλος στο δεσπότη, τον προσκύνησαν και τον ρώτησαν: «Ποιος κυβερνάει τον κόσμο, Δέσποτα; Το δίκιο ή το άδικο» κι ο δεσπότης απάντησε: «Το άδικο»
Είπε τότε ο μεγάλος αδελφός στον μικρό: «Κάτσε τώρα να σου βγάλω τα μάτια», κι ο μικρός αποκρίθηκε:
«Πάμε ως εκείνο το πηγάδι, να κάτσω εκεί και να ζητιανεύω ψωμί απ’ τους περαστικούς, για να μην πεθάνω απ’ την πείνα.
Πήγαν λοιπόν μαζί στο πηγάδι, που το ίσκιωνε ένας μεγάλος πλάτανος, κι εκεί ο μεγάλος αδελφός έβγαλε τα μάτια του μικρού κι έφυγε.
Ο μικρός αδελφός αφού κάθισε εκεί κάμποση ώρα, πείνασε πολύ κι είπε μέσα του: «Πριν πεθάνω απ’ την πείνα, καλύτερα να σκαρφαλώσω στο δέντρο και να φάω φύλλα».
Καθώς λοιπόν καθόταν πάνω στο δέντρο κι έτρωγε τα φύλα του, νύχτωσε και μαζεύτηκαν από κάτω βελζεβούληδες, κι ο γεροντότερος απ’ αυτούς ρώτησε τον νεότερο:
«Τι έκανες σήμερα;»
«Διαόλισα δυο αδελφούς, που ο ένας έλεγε πως βασιλεύει το άδικο κι ο άλλος το δίκιο, και χόλιασα τον μεγάλο τόσο πολύ που έβγαλε τα μάτια του μικρού».
Τότε ο γερο-διάβολος ρώτησε τον δεύτερο διάβολο:
«Κι εσύ τι έκανες;»
Αυτός απάντησε:
«Εγώ διαόλισα δυο άλλους αδελφούς, που πρώτα ζούσαν μονοιασμένοι, κι άρχισαν να τσακώνονται για ένα κλήμα που ανήκει και στους δύο. Τους πήρα το τσαπί για να μην μπορούν να κόψουν το κλήμα, κι ελπίζω αύριο να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο».
Τότε ο γεροδιάβολος ρώτησε τον τρίτο διάβολο τι είχε καταφέρει, κι αυτός απάντησε: «Αναποδογύρισα το παιδί στην κοιλιά της βασίλισσας,
για να μην μπορεί η βασίλισσα να γεννήσει και να πεθάνει».
Ήρθε τότε η σειρά του τέταρτου διάβολου, που ήταν κουτσός, κι όταν ο αρχιδιάβολος τον ρώτησε τι είχε κάνει, αυτός απάντησε:
«Δεν έκανα τίποτα».
Τον άρπαξαν τότε οι άλλοι και τον έδειραν κι αυτός θύμωσε τόσο πολύ που φώναξε: «Μακάρι να έρθει εδώ ο άνθρωπος που έχασε το φως του και να πάρει απ’ αυτή τη στάχτη, να την ανακατέψει με το νερό του πηγαδιού και ν’ αλείψει τα μάτι του , για να ξαναβρεί το φως του. Μακάρι να έρθουν εδώ οι αδελφοί και να πάρουν το τσαπί για να ξεριζώσουν το κλήμα. Μακάρι να έρθει εδώ η βασίλισσα και να πιει απ’ αυτό το νερό, για να ξεγεννήσει και να μείνει ζωντανή».
Λάλησε τότε ο άσπρος πετεινός κι αμέσως οι διαβόλοι τα μάζεψαν για να φύγουν, λάλησε έπειτα ο μαύρος πετεινός και σκόρπισαν, και στο μεταξύ πήρε να χαράζει.
Ο τυφλός κατέβηκε τότε απ’ τον πλάτανο, έψαξε να βρει τη στάχτη, άλειψε τα μάτι μ’ αυτή και με το νερό του πηγαδιού και ξαναβρήκε το φως του. Γέμισε έπειτα με νερό τη νεροκολοκύθα του, πήρε μαζί του την τσάπα που είχαν αφήσει εκεί οι διαβόλοι, πήγε στο κλήμα, που έκανε του ς δυο αδελφούς να τσακώνονται, και το ξερίζωσε. Έπειτα πήγε στους δυο αδελφούς και τους ρώτησε για ποιο πράγμα μάλωναν. Αυτοί του απάντησαν:
«Έχουμε ένα κλήμα που ανήκει και στους δυο μας και
δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στη μοιρασιά του.
Τότε αυτός είπε: «Το κλήμα ξεριζώθηκε», και τα δυο αδέλφια φώναξαν με μια φωνή:
«ο Θεός να στ’ ανταποδώσει!», κι από τότε άρχισαν να ζουν πάλι μονοιασμένοι.
Από εκεί ο μικρός αδελφός πήγε στη βασίλισσα και χτύπησε την πόρτα της. Οι υπηρέτες του βασιλιά δεν ήθελαν να τον αφήσουν να μπει, αυτός όμως επέμενε πως έπρεπε να μιλήσει στη βασίλισσα, κι εκεί που λογόφερνε με τους υπηρέτες ο βασιλιάς άκουσε το θόρυβο και πρόσταξε να τον αφήσουν να μπει.
Σαν του έφεραν το ζητιάνο, τον ρώτησε:
«Μήπως ξέρεις κανένα γιατρικό για τη βασίλισσα», κι αυτός αποκρίθηκε:
«Ναι, ξέρω ένα και το έχω μαζί μου, και το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα ποτήρι νερό».
Του έφεραν τότε ένα ποτήρι νερό, αυτό έχυσε το μισό νερό κι έριξε μέσα το νερό του πηγαδιού, που είχε μαζί του, και μόλις η βασίλισσα ήπιε το νερό έγινε καλά και γέννησε ένα αγόρι.
Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ που φόρτωσε το γιατρό με πολύτιμα δώρα και του είπε να του ζητήσει μια χάρη. Αυτός απάντησε:
«Ο τόπος μου δεν είναι παρά ένα χωριουδάκι. Θέλω να τον κάνεις ένα μεγάλο χωριό και να μου χτίσεις εκεί ένα αρχοντικό σπίτι».
Τότε ο βασιλιάς του έδωσε τόσα χρυσά φλουριά όσα μπορούσε
να κουβαλήσει ένα άλογο και του είπε:
«Πάρε αυτά τα λεφτά και χτίσε το χωριό και το σπίτι σου όπως τα θέλεις».
Έπειτα από λίγο καιρό, ο μεγάλος αδελφός γύρισε σπίτι του και ρώτησε τη γυναίκα του.
«Σε ποιόν ανήκουν όλ’ αυτά τα καινούργια σπίτια;»,
κι αυτή του απάντησε:
«Δεν ανήκουν σε κανέναν άλλο απ’ τον αδελφό σου».
Φώναξε τότε αυτός:
«Δεν είναι δυνατό, αφού του έβγαλα τα μάτια», κι έτρεξε να βεβαιωθεί μόνος του.
Ο αδελφός του τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά,
τον έβαλε να καθίσει στην τιμητική θέση και του πρόσφερε καφέ και γλυκά.
Ρώτησε τότε ο μεγάλος:
«Για πες μου, πώς κατάφερες να ξαναβρείς το φως σου και να κερδίσεις τόσα λεφτά;».
Ο μικρός αδελφός απάντησε τότε:
«Πάντα σου το ‘λεγα πως το δίκιο κυβερνάει τον κόσμο,
ενώ εσύ επέμενες πως κυβερνάει το άδικο».
Και πριν αποσώσει τα λόγια του, ο αδελφός του σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός.
Aπό το βιβλίο «Ελληνικά Παραμύθια» του Johann Georg von Hahn, εκδόσεις OPERA, επιλογή – μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ
Το δίκιο, έλεγε ο μικρός, το άδικο, έλεγε ο μεγάλος, και κάποια στιγμή ο μικρός εκνευρίστηκε κι είπε στον μεγάλο:
«Ξέρεις κάτι; Θα βάλουμε στοίχημα και θα κρίνει ο δεσπότης, κι αν κυβερνάει το δίκιο θα σου βγάλω τα μάτια,
αν κυβερνάει το άδικο θα μου βγάλεις εσύ τα μάτια».
Ο μεγάλος δέχτηκε και ξεκίνησαν να ρωτήσουν το δεσπότη.
Στο δρόμο αντάμωσαν ένα γέρο και του είπαν: «Άκου, παππούλη, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι» κι αυτός αποκρίθηκε:
«Αν με ρωτήσετε, θα σας απαντήσω»
Τον ρώτησαν λοιπόν: «Ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο» κι ο γέρος απάντησε: «Το άδικο, παλικάρια μου»
«Τ’ ακούς, μικρέ;» είπε τότε ο μεγάλος αδελφός, «έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτι».
Αλλά ο μικρός απάντησε: «Η συμφωνία μας ήταν ν’ αποφασίσει ο δεσπότης, όχι αυτός ο γέρος».
Συνέχισαν λοιπόν το δρόμο τους ώσπου αντάμωσαν έναν καλόγερο και του είπαν: «Άγιε πατέρα, θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι»
κι αυτός αποκρίθηκε: «Αν με ρωτήσετε θα σας απαντήσω».
Τον ρώτησαν λοιπόν: «Πες μας, ποιος κυβερνάει τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο» κι αυτός απάντησε: «Το άδικο»
Φώναξε τότε ο μεγάλος αδελφός. «Τ’ ακούς, μικρέ; Έλα τώρα να σου βγάλω τα μάτια»
Αλλά ο μικρός του αντιγύρισε: «Θα κρίνει ο δεσπότης και κανένας άλλος»
Έφτασαν τέλος στο δεσπότη, τον προσκύνησαν και τον ρώτησαν: «Ποιος κυβερνάει τον κόσμο, Δέσποτα; Το δίκιο ή το άδικο» κι ο δεσπότης απάντησε: «Το άδικο»
Είπε τότε ο μεγάλος αδελφός στον μικρό: «Κάτσε τώρα να σου βγάλω τα μάτια», κι ο μικρός αποκρίθηκε:
«Πάμε ως εκείνο το πηγάδι, να κάτσω εκεί και να ζητιανεύω ψωμί απ’ τους περαστικούς, για να μην πεθάνω απ’ την πείνα.
Πήγαν λοιπόν μαζί στο πηγάδι, που το ίσκιωνε ένας μεγάλος πλάτανος, κι εκεί ο μεγάλος αδελφός έβγαλε τα μάτια του μικρού κι έφυγε.
Ο μικρός αδελφός αφού κάθισε εκεί κάμποση ώρα, πείνασε πολύ κι είπε μέσα του: «Πριν πεθάνω απ’ την πείνα, καλύτερα να σκαρφαλώσω στο δέντρο και να φάω φύλλα».
Καθώς λοιπόν καθόταν πάνω στο δέντρο κι έτρωγε τα φύλα του, νύχτωσε και μαζεύτηκαν από κάτω βελζεβούληδες, κι ο γεροντότερος απ’ αυτούς ρώτησε τον νεότερο:
«Τι έκανες σήμερα;»
«Διαόλισα δυο αδελφούς, που ο ένας έλεγε πως βασιλεύει το άδικο κι ο άλλος το δίκιο, και χόλιασα τον μεγάλο τόσο πολύ που έβγαλε τα μάτια του μικρού».
Τότε ο γερο-διάβολος ρώτησε τον δεύτερο διάβολο:
«Κι εσύ τι έκανες;»
Αυτός απάντησε:
«Εγώ διαόλισα δυο άλλους αδελφούς, που πρώτα ζούσαν μονοιασμένοι, κι άρχισαν να τσακώνονται για ένα κλήμα που ανήκει και στους δύο. Τους πήρα το τσαπί για να μην μπορούν να κόψουν το κλήμα, κι ελπίζω αύριο να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο».
Τότε ο γεροδιάβολος ρώτησε τον τρίτο διάβολο τι είχε καταφέρει, κι αυτός απάντησε: «Αναποδογύρισα το παιδί στην κοιλιά της βασίλισσας,
για να μην μπορεί η βασίλισσα να γεννήσει και να πεθάνει».
Ήρθε τότε η σειρά του τέταρτου διάβολου, που ήταν κουτσός, κι όταν ο αρχιδιάβολος τον ρώτησε τι είχε κάνει, αυτός απάντησε:
«Δεν έκανα τίποτα».
Τον άρπαξαν τότε οι άλλοι και τον έδειραν κι αυτός θύμωσε τόσο πολύ που φώναξε: «Μακάρι να έρθει εδώ ο άνθρωπος που έχασε το φως του και να πάρει απ’ αυτή τη στάχτη, να την ανακατέψει με το νερό του πηγαδιού και ν’ αλείψει τα μάτι του , για να ξαναβρεί το φως του. Μακάρι να έρθουν εδώ οι αδελφοί και να πάρουν το τσαπί για να ξεριζώσουν το κλήμα. Μακάρι να έρθει εδώ η βασίλισσα και να πιει απ’ αυτό το νερό, για να ξεγεννήσει και να μείνει ζωντανή».
Λάλησε τότε ο άσπρος πετεινός κι αμέσως οι διαβόλοι τα μάζεψαν για να φύγουν, λάλησε έπειτα ο μαύρος πετεινός και σκόρπισαν, και στο μεταξύ πήρε να χαράζει.
Ο τυφλός κατέβηκε τότε απ’ τον πλάτανο, έψαξε να βρει τη στάχτη, άλειψε τα μάτι μ’ αυτή και με το νερό του πηγαδιού και ξαναβρήκε το φως του. Γέμισε έπειτα με νερό τη νεροκολοκύθα του, πήρε μαζί του την τσάπα που είχαν αφήσει εκεί οι διαβόλοι, πήγε στο κλήμα, που έκανε του ς δυο αδελφούς να τσακώνονται, και το ξερίζωσε. Έπειτα πήγε στους δυο αδελφούς και τους ρώτησε για ποιο πράγμα μάλωναν. Αυτοί του απάντησαν:
«Έχουμε ένα κλήμα που ανήκει και στους δυο μας και
δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στη μοιρασιά του.
Τότε αυτός είπε: «Το κλήμα ξεριζώθηκε», και τα δυο αδέλφια φώναξαν με μια φωνή:
«ο Θεός να στ’ ανταποδώσει!», κι από τότε άρχισαν να ζουν πάλι μονοιασμένοι.
Από εκεί ο μικρός αδελφός πήγε στη βασίλισσα και χτύπησε την πόρτα της. Οι υπηρέτες του βασιλιά δεν ήθελαν να τον αφήσουν να μπει, αυτός όμως επέμενε πως έπρεπε να μιλήσει στη βασίλισσα, κι εκεί που λογόφερνε με τους υπηρέτες ο βασιλιάς άκουσε το θόρυβο και πρόσταξε να τον αφήσουν να μπει.
Σαν του έφεραν το ζητιάνο, τον ρώτησε:
«Μήπως ξέρεις κανένα γιατρικό για τη βασίλισσα», κι αυτός αποκρίθηκε:
«Ναι, ξέρω ένα και το έχω μαζί μου, και το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα ποτήρι νερό».
Του έφεραν τότε ένα ποτήρι νερό, αυτό έχυσε το μισό νερό κι έριξε μέσα το νερό του πηγαδιού, που είχε μαζί του, και μόλις η βασίλισσα ήπιε το νερό έγινε καλά και γέννησε ένα αγόρι.
Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ που φόρτωσε το γιατρό με πολύτιμα δώρα και του είπε να του ζητήσει μια χάρη. Αυτός απάντησε:
«Ο τόπος μου δεν είναι παρά ένα χωριουδάκι. Θέλω να τον κάνεις ένα μεγάλο χωριό και να μου χτίσεις εκεί ένα αρχοντικό σπίτι».
Τότε ο βασιλιάς του έδωσε τόσα χρυσά φλουριά όσα μπορούσε
να κουβαλήσει ένα άλογο και του είπε:
«Πάρε αυτά τα λεφτά και χτίσε το χωριό και το σπίτι σου όπως τα θέλεις».
Έπειτα από λίγο καιρό, ο μεγάλος αδελφός γύρισε σπίτι του και ρώτησε τη γυναίκα του.
«Σε ποιόν ανήκουν όλ’ αυτά τα καινούργια σπίτια;»,
κι αυτή του απάντησε:
«Δεν ανήκουν σε κανέναν άλλο απ’ τον αδελφό σου».
Φώναξε τότε αυτός:
«Δεν είναι δυνατό, αφού του έβγαλα τα μάτια», κι έτρεξε να βεβαιωθεί μόνος του.
Ο αδελφός του τον υποδέχτηκε πολύ φιλικά,
τον έβαλε να καθίσει στην τιμητική θέση και του πρόσφερε καφέ και γλυκά.
Ρώτησε τότε ο μεγάλος:
«Για πες μου, πώς κατάφερες να ξαναβρείς το φως σου και να κερδίσεις τόσα λεφτά;».
Ο μικρός αδελφός απάντησε τότε:
«Πάντα σου το ‘λεγα πως το δίκιο κυβερνάει τον κόσμο,
ενώ εσύ επέμενες πως κυβερνάει το άδικο».
Και πριν αποσώσει τα λόγια του, ο αδελφός του σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός.
Aπό το βιβλίο «Ελληνικά Παραμύθια» του Johann Georg von Hahn, εκδόσεις OPERA, επιλογή – μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου