Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

20 Βιβλικές τοποθεσίες στην Ελλάδα

Όπως αναφέρει η Καινή Διαθήκη, ο απόστολος Παύλος έκανε ταξίδια σε διάφορες πόλεις και τοποθεσίες σε αρκετά μέρη της Μέσης Ανατολής. Μερικές από αυτές βρίσκονται και στην Ελλάδα. Κάποιες είναι γνωστές σε όλο τον κόσμο, ενώ άλλες είναι λιγότερο γνωστές. Εμείς τις συγκεντρώσαμε και τις αναφέρουμε αλφαβητικά, μαζί με ιστορικά στοιχεία και τη σημερινή τους κατάσταση (Πηγή το site: Jesus loves You).


Αθήνα
Η Αθήνα βρίσκεται στο νότιο μέρος ενός λεκανοπεδίου που περιβάλλεται βόρεια από την Πάρνηθα (1.413 μ.), ΒΑ από την Πεντέλη ή Βριλησσό (1.109 μ.), ανατολικά και ΝΑ από τον Υμηττό ή Τρελλοβούνι (1.026 μ.) και δυτικά και ΝΔ από το όρος Αιγάλεω (468 μ.) που συνεχίζει και καταλήγει στο ακρωτήριο Πέραμα. Το λεκανοπέδιο της Αθήνας χωρίζεται σε ανατολικό και δυτικό με μια χαμηλή βουνοσειρά που αποτελείται από τα Τουρκοβούνια ή βουνά του Αγχεσμού (338 μ.), το Λυκαβηττό (277 μ.) και τους λόφους της Ακρόπολης (156 μ.), του Αρείου Πάγου (115 μ.), των Νυμφών (104 μ.) και του Φιλοπάππου (147 μ.). Μέσα στο λεκανοπέδιο υπάρχουν αρκετοί μικροί λόφοι.
Η ιστορία της Αθήνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Ακρόπολης. Η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη κατοικείτο ήδη από τη νεολιθική εποχή, το 3000 π.Χ. Στη διάρκεια της Μυκηναϊκής εποχής η Ακρόπολη ήταν η έδρα του βασιλιά και αργότερα, με την κατάργηση της βασιλείας τον 7ο αιώνα π.Χ., ο χώρος βαθμιαία μετατράπηκε σε τόπο λατρείας κι έγινε «κατοικία» των θεών. Στους Πελασγούς ανήκουν τα λεγόμενα Πελασγικά ή Κυκλώπεια τείχη της Ακρόπολης. Στη μέση της 2ης χιλιετίας εγκαταστάθηκαν στην Αττική οι Ίωνες. Με την εγκατάστασή τους, η Αττική μοιράστηκε σε επιμέρους ανεξάρτητους οικισμούς, που σε περίπτωση κινδύνου ενώνονταν για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Ο πρώτος μυθικός βασιλιάς ήταν ο Κέκροπας, διάδοχοι του οποίου ήταν ο Πανδίων, ο Ερεχθεύς, ο Αιγεύς και ο Θησέας. Το 12ο π.Χ. αιώνα έχουμε την κάθοδο των Δωριέων, που εισέβαλαν στην Αττική και τους οποίους οι Αθηναίοι κατάφεραν να τους αποκρούσουν. Τον 7ο αιώνα π.Χ. η εξουσία περνάει στους αριστοκράτες και ο βασιλιάς διατήρησε μόνο την διεύθυνση των επίσημων θυσιών. Η μετάβαση από τη βασιλεία στην Αριστοκρατία δημιούργησε αναταραχές στην Αθήνα και το 594 π.Χ. ο Σόλων με το νομοθετικό του έργο οργάνωσε την Αθήνα με βάση το εισόδημα των πολιτών. Οι κοινωνικές αναταραχές όμως συνεχίστηκαν και το πολίτευμα στην Αθήνα γίνεται Τυραννία. Στην εξουσία ανέβηκε ο Πεισίστρατος, που θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως ένας αγαπητός κυβερνήτης λόγω του σπουδαίου έργου που επιτέλεσε. Στα χρόνια της διακυβέρνησής του η πόλη της Αθήνας αναπτύχθηκε, πράγμα που δεν έγινε με τους μεταγενέστερους Πεισιστρατίδες. Οι Πεισιστρατίδες προκάλεσαν την αγανάκτηση των Αθηναίων που ξεσηκώθηκαν και σκότωσαν τον Ίππαρχο και έδιωξαν το Ιππία. Το 508 π.Χ. ανέβηκε στην εξουσία ο Κλεισθένης που θεμελίωσε την αθηναϊκή δημοκρατία. Ακολουθεί ο 5ος αιώνας με τις εκστρατείες των Περσών εναντίον των Ελλήνων. Το 490 π.Χ. οι Αθηναίοι νικούν τους Πέρσες στον Μαραθώνα με αρχηγό τον Μιλτιάδη και το 480 π.Χ. με αρχηγό τον Θεμιστοκλή στη ναυμαχία της Σαλαμίνας καταφέρνουν άλλη μια νίκη κατά των Περσών. Συνεχιστής του Θεμιστοκλή ήταν ο Κίμων, που με τις νίκες του στον Ευρυμέδοντα, στη Θάσο, στον Ελλήσποντο και αλλού έδιωξε τελείως τους Πέρσες από τη Μεσόγειο. Στην περίοδο 479-431 π.Χ., που θα ακολούθησε μετά το τέλος των περσικών πολέμων, έχουμε τη «χρυσή εποχή» της Αθήνας με ηγέτη τον Περικλή. Η Σπάρτη, που αρχίζει να αναδεικνύεται σε μεγάλη δύναμη και σε εχθρό της Αθήνας, θα σημαδέψει την ιστορία της πόλης. Το 431 π.Χ. ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος που καταλήγει το 404 π.Χ. σε συνθηκολόγηση της Αθήνας με τη Σπάρτη. Ακολουθούν οι τραγικοί 8 μήνες των «τριάντα τυράννων» που λήγει το 403 π.Χ. με την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στα τέλη του 5ου αιώνα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ι. Τραυλού, οι κάτοικοι της Αθήνας είναι περίπου 36.0000, τα ιδιωτικά σπίτια γύρω στα 6.000 και η περιτειχισμένη έκταση της πόλης 2,15 τετρ. χιλιόμετρα. Τον 4ο αιώνα είναι η εποχή που εμφανίζονται οι μεγάλοι ρήτορες, φιλόσοφοι, πολιτικοί και στρατηγοί όπως ο Πλάτωνας, ο Ξενοφών, ο Πραξιτέλης, ο Δημοσθένης, ο Λυκούργος και ο Αριστοτέλης. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα εμφανίζεται στο προσκήνιο η Μακεδονία με το μεγάλο της ηγέτη τον Φίλιππο τον Β', που θέλει να συνενώσει σε ενιαία δύναμη όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Οι Αθηναίοι μη συνειδητοποιώντας την άσχημη κατάσταση αντιδρούν πεισματικά με κατάληξη τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και την ήττα των Αθηναίων. Στη περίοδο των διαδόχων του μεγάλου Αλεξάνδρου η Αθήνα πότε χάνει και πότε κερδίζει την ανεξαρτησία της. Αργότερα οι Ρωμαίοι διαλύουν το μακεδονικό κράτος και καταλαμβάνουν την Αθήνα το 146 π.Χ. Μεγάλη καταστροφή επέφερε στην πόλη ο Ρωμαίος Σύλλας το 86 π.Χ. Η πόλη της Αθήνας δεν ήταν η πόλη της εποχής του Περικλή, αλλά εξακολουθούσε να είναι το κέντρο των τεχνών και της επιστήμης.
Η Αθήνα αναφέρεται στη Καινή Διαθήκη με αφορμή την επίσκεψη του απ. Παύλου. Ο Παύλος φεύγει από τη Βέροια, μετά τα επεισόδια που προξένησαν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης, με τη συνοδεία Βεροιαίων για την Αθήνα. Ακολούθησε τη θαλάσσια οδό και μετά από ένα ταξίδι 4-5 ημερών φθάνει στην Αθήνα. Δύο ήταν τα λιμάνια στα οποία ο απ. Παύλος θα μπορούσε να είχε καταπλεύσει. Το ένα ήταν το λιμάνι του Πειραιά και το άλλο του Φαλήρου. Κατά πάσα πιθανότητα ο απ. Παύλος αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Φαλήρου το οποίο ήταν το πρώτο που συναντούσε και ήταν δύο χιλιόμετρα πιο κοντά στην Αθήνα. Το λιμάνι του Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν περισσότερο στρατιωτικό λιμάνι ενώ στο λιμάνι του Φαλήρου αγκυροβολούσαν κυρίως τα επιβατικά και εμπορικά πλοία. Η αποβάθρα του λιμανιού βρισκόταν στο σημείο που είναι σήμερα το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στη λεωφόρο Ποσειδώνος στο Παλαιό Φάληρο, κοντά στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού. Η Αθήνα την εποχή που την επισκέπτεται ο Παύλος δεν είχε την αίγλη του 5ου και 4ου αιώνα, αλλά εξακολουθούσε να ασκεί γοητεία σε όλο τον κόσμο και να χαίρει του σεβασμού τους. Η πόλη της φιλοσοφίας, της τέχνης, της δημοκρατίας και η πόλη των θεών έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και στον Παύλο. Ήταν η πόλη όπου έβλεπες περισσότερα αγάλματα θεών παρά ανθρώπους. Σε έναν Εβραίο μονοθεϊστή, όπως ο Παύλος, αυτό δημιουργούσε αναστάτωση και όπως διαβάζουμε στις Πράξεις «παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν αυτώ θεωρούντος κατείδωλον ούσαν την πόλιν» (Πράξ. 17:16). Ένα βωμός θα τραβήξει ιδιαίτερα την προσοχή του. Είναι ο βωμός «εν ω επεγέγραπτο ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ» και τον οποίο θα χρησιμοποιήσει αργότερα στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο για να τους μιλήσει για τον αληθινό Θεό. Έχουμε πολλές μαρτυρίες για την ύπαρξη βωμού αφιερωμένου σε άγνωστους θεούς σε διάφορες πόλεις όπως στην Ολυμπία (Παυσανία Περιήγηση 5,14, 8) και στην Πέργαμο. Στην Πέργαμο βρέθηκε μια αναθηματική επιγραφή η οποία σύμφωνα με την αποκατάσταση έχει ως εξής: Θεοίς αγ[νώστοις] Καπίτ[ων] Δαδούχ[ος]. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι ο Απολλώνιος ο Τυανεύς επαινεί τους Αθηναίους για την τιμή που αποδίδουν στους αγνώστους θεούς: «σωφρονέστερον γαρ το περί πάντων θεών λέγειν και ταύτα Αθήνησιν, ου και αγνώστων δαιμόνων βωμοί ίδρυνται»(Φιλόστρατος, Βίος Απολλωνίου, 6,3). Ο Ιερώνυμος αναφέρει μια περιγραφή που υπήρχε στο δρόμο προς το Φάληρο, δρόμο από τον οποίο πέρασε ο Παύλος, που ήταν αφιερωμένη «Στους θεούς της Ασίας και της Ευρώπης και της Αφρικής, στους αγνώστους και ξένους Θεούς» (diis Asiae et Europae et Africae, diis ignotis et peregrines, In Tit. 1,12). Επίσης ο Παυσανίας είδε μετά το Φάληρο βωμούς «θεών τε ονομαζομένων αγνώστων και ηρώων και παίδων των Θησέως και Φαλήρου» (Παυσανία Περιήγηση 1,1,4). Έχει υποστηριχτεί η άποψη (Γ.Α. Γαλίτης) ότι τέτοιος βωμός πρέπει να υπήρχε στο μέσον της διαδρομής από το Φάληρο στην Αθήνα, στη σημερινή εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, όπου υπήρχε πηγάδι στο οποίο σταματούσαν οι οδοιπόροι για να ξεκουραστούν. Στο τόπο εκείνο υπήρχαν «σεβάσματα», ιερό και βωμοί, η δε σημερινή εκκλησία είναι πιθανόν κτισμένη στη θέση αρχαίου ναού. Ο Παύλος κατά τη συνήθειά του επισκέφτηκε τη συναγωγή, όπου «διελέγετο» με τους Ιουδαίους, αλλά και με τους προσήλυτους στην ιουδαϊκή πίστη. Επίσης ο Παύλος «διελέγετο» και στην αγορά, που βρισκόταν βόρεια της Ακρόπολης και ήταν το κέντρο της αθηναϊκής ζωής και το μέρος συνάντησης των Αθηναίων, όπου κατά την προσφιλή τους συνήθεια συζητούσαν πάσης φύσεως θέμα. Οι επικούρειοι και οι στωικοί, το φιλοσοφικό κατεστημένο της εποχής, έδειξαν ιδιαίτερη περιέργεια «και τινές έλεγον, τι αν θέλει ο σπερμολόγος ούτος λέγειν, οι δε, ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι, ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο» (Πράξ. 17!18). Το θέμα χρειαζόταν διερεύνηση γι’ αυτό και κάλεσαν τον Παύλο μπροστά στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου για να τους εκθέσει όσα έλεγε. Ο Άρειος Πάγος την εποχή εκείνη ήταν κυρίως αρμόδιο όργανο για να δικάζει και να αποφαίνεται για υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία, την ηθική, την εκπαίδευση και τα εγκλήματα αίματος. Για θέματα ανθρωποκτονιών συνεδρίαζε στο λόφο του Αρείου Πάγου δυτικά της Ακρόπολης, για τα περισσότερα θέματα όμως συνεδρίαζε στη Βασίλειο Στοά, στην αγορά. Στη Βασίλειο Στοά κατά πάσα πιθανότητα και όχι στον κατά την παράδοση, λόφο του Αρείου Πάγου, όπου και υπάρχει επιγραφή με το λόγο του, πήγε και ο Παύλος κι έδωσε την πολύ όμορφη ομιλία που βρίσκουμε στο 17ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε την έκκληση του Παύλου στον Άρειο Πάγο ως μια δίκη, αλλά μάλλον ως μια διερεύνηση των δοξασιών του από αρμόδιο, για τα θέματα αυτά, όργανο. Η έκκληση του Παύλου στον Άρειο Πάγο δεν έγινε για να δικαστεί, αλλά για να εκθέσει τα όσα έλεγε μπροστά σε ειδικούς. Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι ο Παύλος έδωσε την ομιλία του στο λόφο του Αρείου Πάγου. Δεν είχε κάποια σχέση η επιλογή του τόπου με κάποια διαδικασία δίκης του, αλλά απλώς ήταν ένα ήσυχο μέρος μακριά από την οχλαγωγία της αγοράς για να ακούσουν όσα εκείνος είχε να πει. Όταν όμως άκουσαν τον Παύλο να μιλάει για ανάσταση νεκρών, άλλοι κορόιδευαν και άλλοι έλεγαν: «Θα μας τα πεις μια άλλη φορά». Υπήρχαν όμως κάποια πρόσωπα που πίστεψαν σε αυτά που έλεγε ο Παύλος, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις.
Ο λόγος του Παύλου στον Άρειο Πάγο είναι προσαρμοσμένος στο ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται. Χαρακτηριστικό γι’ αυτήν την άνεση του Παύλου να διαφοροποιεί τα σχήματα και τις μορφές μέσα από τις οποίες δίνει το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι ότι δεν έχει καμία παραπομπή από την Παλαιά Διαθήκη, η οποία ήταν και άγνωστη, αλλά και μη αποδεκτή από το ακροατήριο. Παίρνοντας αφορμή από το βωμό στον «Άγνωστο Θεό» και παραπομπές από Έλληνες ποιητές προσπάθησε να μεταδώσει το μήνυμα. Άλλος κόσμος, άλλη κουλτούρα από την κουλτούρα μέσα στην οποία αναπτύχθηκε η εβραϊκή θρησκεία, αλλά αυτό δεν εμποδίζει καθόλου τον Παύλο στη μετάδοση του μηνύματος. Δε μπορούμε να μη θαυμάσουμε την ικανότητα του Παύλου να κινείται με άνεση σε διαφορετικές κουλτούρες, μια άνεση που απαιτείται από έναν άνθρωπο που θέλει να φέρει το μήνυμα σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ο Παύλος στην ομιλία του χρησιμοποιεί φράσεις από δύο Έλληνες ποιητές. Ο πρώτος είναι Επιμενίδης (6ος αιώνας π.Χ.) και η φράση είναι «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (διασώζεται σε Συριακή μετάφραση Horae Semiticae x, ed. M. D. Gibson [Cambridge: Cambridge University, 1913], p. 40 (Syriac)) και ο δεύτερος ο Άρατος (314-240 π.Χ.) και η φράση «του γαρ και γένος εσμέν». (Φαινόμενα 5, δες επίσης Κλεάνθης Ύμνος στον Δία 4). Ο Παύλος στην ομιλία του αναφέρεται στον Θεό που δημιούργησε τον κόσμο, που συντηρεί τα πάντα και καταλήγει να μιλήσει για τον Θεό που θα κρίνει τα πάντα.
Η Αθήνα, πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, είναι σήμερα η μεγαλύτερη πόλη της χώρας, με 3 εκατομμύρια νόμιμο πληθυσμό (απογραφή 2001). Έχει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μεγαλούπολης με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα. Σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζει στα Βαλκάνια αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, καθώς με το λιμάνι του Πειραιά είναι ο κόμβος ανάμεσα σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Είναι μια από τις πιο αξιόλογες πόλεις της Ευρώπης τουριστικού ενδιαφέροντος με σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους, μοναδικούς σε όλο τον κόσμο. Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας της είναι η επιτυχημένη διοργάνωση των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Αμφίπολη

Η αρχαία πόλη της Αμφίπολης ήταν κτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σ’ ένα συγκρότημα λόφων στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 4,5 χλμ. από τη θάλασσα. Λόγω της θέσης της, των φόρων που εισέπραττε και της παραγωγής ναυπηγήσιμων ξύλων, ανέπτυξε αξιοζήλευτο επίπεδο πολιτισμού. Από την πόλη περνούσε η Εγνατία οδός και επίνειό της υπήρξε η Ηίονα. Η περιοχή της Αμφίπολης ανήκε στην επικράτεια του θρακικού φύλου των Ηδώνων, οι οποίοι αντέδρασαν στις επανειλημμένες προσπάθειες των Αθηναίων να την καταλάβουν. Τελικά, το 437 π.Χ., η πόλη κατελήφθη από τον Άνγωνα που απώθησε τους Ηδωνούς και έκτισε την καινούργια πόλη με το όνομα Αμφίπολις.

Το 424 π.Χ., η πόλη έρχεται στα χέρια των Λακεδαιμονίων όταν ο στρατηγός Βρασίδας με «ήπιες προτάσεις» καταφέρνει να την πάρει στα χέρια του. Οι Αθηναίοι κάνουν επανειλημμένες προσπάθειες να ξαναπάρουν την πόλη, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ο Φίλιππος Β' καταλαμβάνει την πόλη το 357 π.Χ. και για την πόλη αρχίζει μια λαμπρή περίοδος. Μετά τη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., ο Ρωμαίος Παύλος Αιμίλιος διαίρεσε τη Μακεδονία σε τέσσερις περιοχές, τις μερίδες, από τις οποίες πρωτεύουσα της πρώτης ήταν η Αμφίπολις (Στράβωνος 7,47), («ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗΣ», όπως αναφέρεται σε νομίσματα που κόπηκαν στην Αμφίπολη την περίοδο 168-146 π.Χ.). Αυτό το διοικητικό σύστημα διατηρήθηκε έως το 146 π.Χ., όταν η Μακεδονία έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Τέσσερις παλαιοχριστιανικές βασιλικές που βρέθηκαν στην πόλη την αναδεικνύουν ως αξιόλογο χριστιανικό κέντρο στους πρώιμους βυζαντινούς αιώνες.
Η πόλη αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων. όταν ο απ. Παύλος με συνοδεία τον Σίλα και τον Τιμόθεο «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκην οπού ην συναγωγή των ιουδαίων» (Πράξ. 17:1). Ο πληθυσμός της πόλης στους χρόνους της Κ. Διαθήκης αποτελείτο από Ρωμαίους, Εβραίους, αλλά κυρίως Έλληνες. Η πόλη είχε υψηλό οικονομικό, πολιτιστικό, πνευματικό και θρησκευτικό επίπεδο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό ο Παύλος να κήρυξε και να δημιούργησε την πρώτη χριστιανική Εκκλησία στην Απολλωνία, όπως και στην Αμφίπολη. Μερικά από τα επιχειρήματα τους είναι ότι ο συγγραφέας των Πράξεων κατά την συνήθεια του δεν αναφέρεται με λεπτομέρειες στις ιεραποστολικές περιοδείες του Παύλου αλλά αρκείται στην αναφορά κύριων, καθοριστικών για το σκοπό του βιβλίου γεγονότων αλλά και προσώπων. Η έκφραση «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν», σύμφωνα πάντα με τους υποστηριχτές αυτής της άποψης, πρέπει λακωνικά να υποδηλώνει σύντομη παραμονή στην πόλη και ευαγγελισμό των κατοίκων (Δες την χρήση του «διοδεύω» στην περικοπή Λουκάς 8:1, όπως και των αντίστοιχων ρημάτων «διέρχομαι» στις Πραξ. 8:4, 40, 9:32, 10:38, 11:19, 13:6, 14, 14:24, 18:23 και «διαπορευόμαι» στις Πράξ. 16:4). Ένα άλλο στοιχείο που υποστηρίζει την συγκεκριμένη άποψη είναι η αναφορά του απ. Παύλου σε πολλές εκκλησίες στην Μακεδονία, «Γνωρίζομεν δε υμίν, αδελφοί, την χάριν του Θεού την δεδομένην εν ταις εκκλησίαις της Μακεδονίας» (Β' Κορ. 8:1). Η απόσταση από τους Φιλίππους μέχρι την Αμφίπολη ήταν 48 χλμ. και ο Παύλος με τη συνοδεία του διανυκτέρευσε στην πόλη πριν συνεχίσουν την επόμενη μέρα για την Απολλωνία, η οποία απείχε από την Αμφίπολη 47 χιλιόμετρα. Η προφορική τοπική παράδοση στο χωριό Ροδολίβος αναφέρει τον τόπο που πέρασε ο Παύλος καθώς πήγαινε από τους Φιλίππους στην Αμφίπολη. Σύμφωνα μ’ αυτήν κήρυξε τον θείο λόγο και οι κάτοικοί του έραναν με ροδοπέταλα τον ερχομό του. Ο λόφος όπου μίλησε πήρε το όνομά του και καλείται μέχρι και σήμερα «Τουπόλο» από το «Του-Πάολο» (Πάολο = Παύλος στα λατινικά).Το σύγχρονο χωριό, που βρίσκεται δίπλα στην αρχαία Αμφίπολη, ανήκει στον ευρύτερο δήμο Αμφίπολης (δημοτικά διαμερίσματα Αμφιπόλεως, Μεσολακκιάς, Παλαιοκώμης, Νέων Κερδυλίων) και απέχει 62 χλμ. ΝΑ από τις Σέρρες. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός ανέρχεται στους 307 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με γεωργικές εργασίες και συγκεκριμένα με την καλλιέργεια βαμβακιού, τεύτλων, τομάτας, και σταφυλιού. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει το αρχαιολογικό μουσείο, ενώ στο πάνω μέρος του χωριού ο αρχαιολογικός χώρος της χριστιανικής Αμφίπολης.

Απολλωνία
Η Απολλωνία, αρχαία πόλη στη Μυγδοανία της Μακεδονίας, βρίσκεται ανάμεσα στην Αμφίπολη και τη Θεσσαλονίκη, κοντά στη λίμνη Βόλβη. Απέχει από την Αμφίπολη 30-31 χιλιάδες βήματα (κατά τη ρωμανική μέτρηση) και 37-38 χιλιάδες βήματα από τη Θεσσαλονίκη. Ιδρύθηκε το 432 π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Α' προέτρεψε τους Χαλκιδείς των παραλίων να αποστατήσουν από τους Αθηναίους, υποδεικνύοντάς τους την Απολλωνία για να κατοικήσουν. Το όνομά της δόθηκε προς τιμή του θεού Απόλλωνα και γι’ αυτό την πόλη κοσμούσε επιβλητικός ναός του Απόλλωνα. Η περιοχή ήταν ιδιαίτερα σημαντική ιδίως από στρατιωτικής πλευράς, κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, όσο και κατά την εποχή της τουρκοκρατίας. Άλλη ονομασία, που αποδόθηκε στην Απολλωνία στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν Παζαρούδα, εξαιτίας ενός παζαριού που γινόταν το καλοκαίρι από την εποχή της τουρκοκρατίας και το οποίο κρατούσε 15 ημέρες.
Ο Παύλος με τον Σίλα και τον Τιμόθεο πέρασαν από την πόλη κατευθυνόμενοι στη Θεσσαλονίκη μέσω της Εγνατίας οδού, «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκην» (Πράξ. 17:1). Δεν έχουμε ξεκάθαρες πληροφορίες από την Κ. Διαθήκη για πιθανό κήρυγμα του αποστόλου Παύλου και για ίδρυση Εκκλησίας στην πόλη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό ο απ. Παύλος να κήρυξε και να δημιούργησε την πρώτη χριστιανική Εκκλησία στην Απολλωνία όπως και στην Αμφίπολη. Μερικά από τα επιχειρήματα τους είναι ότι ο συγγραφέας των Πράξεων, κατά τη συνήθεια του, δεν αναφέρεται με λεπτομέρειες στις ιεραποστολικές περιοδείες του απ. Απ. Παύλου αλλά αρκείται στην αναφορά κύριων, καθοριστικών για το σκοπό του βιβλίου γεγονότων, αλλά και προσώπων. Η έκφραση «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν», συμφωνα πάντα με τους υποστηριχτές αυτής της άποψης, πρέπει λακωνικά να υποδηλώνει σύντομη παραμονή στην πόλη και ευαγγελισμό των κατοίκων (Δες την χρήση του «διοδεύω» στην περικοπή Λουκ 8:1, όπως και των αντίστοιχων ρημάτων «διέρχομαι» στις Πραξ. 8:4, 40, 9:32, 10:38, 11:19, 13:6, 14, 14:24, 18:23 και «διαπορευόμαι» στις Πράξ. 16:4). Ένα άλλο στοιχείο που υποστηρίζει τη συγκεκριμένη άποψη είναι η αναφορά του απ. Παύλου σε πολλές εκκλησίες στη Μακεδονία, «Γνωρίζομεν δε υμίν, αδελφοί, την χάριν του Θεού την δεδομένην εν ταις εκκλησίαις της Μακεδονίας» (Β' Κορ. 8:1). Η απόσταση από την Αμφίπολη μέχρι την Απολλωνία ήταν 47 χλμ., και από την Απολλωνία μέχρι τη Θεσσαλονίκη 57 χλμ. γι’ αυτό κι ο Παύλος με τη συνοδεία του διανυκτέρευσαν στην πόλη πριν συνεχίσουν την επόμενη μέρα για τη Θεσσαλονίκη. Η προφορική τοπική παράδοση συνδέει έναν τόπο, έναν απλό βράχο έξω από το σημερινό χωριό, απέναντι από τον οποίο σώζεται σήμερα ένα τουρκικό λουτρό, με το βήμα απ’ όπου κήρυξε ο Παύλος.
Στη σημερινή Απολλωνία κατοικούν 700 περίπου κάτοικοι οι οποίοι ασχολούνται με την γεωργία και ιδιαίτερα με την καλλιέργεια καλαμποκιού, σιταριού και τεύτλων. Λόγω της θέσης της δίπλα στη λίμνη Βόλβη, η περιοχή είναι εύφορη, γεγονός που επιτρέπει και την καλλιέργεια φασολιού σε σημαντικό βαθμό. Στην περιοχή γύρω από τη λίμνη υπάρχει μικρό παραλίμνιο δάσος το οποίο είναι καταφύγιο για σπάνια είδη πουλιών και ζώων. Η Απολλωνία βρίσκεται κοντά στη πόλη της Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό μπορεί κανείς να πραγματοποιήσει ένα σύντομο κι ευχάριστο ημερήσιο ταξίδι γνωρίζοντας από κοντά την πόλη και τις γύρω περιοχές. Αξίζει να δείτε: το βήμα του Παύλου στο οποίο σύμφωνα με την παράδοση κήρυξε τα ευαγγέλιο, τον αιωνόβιο πλάτανο πάνω από το «Βήμα του Αγίου Παύλου», ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης, το τουρκικό λουτρό λίγα μόλις μέτρα κάτω από το βήμα του απ. Παύλου και τη λίμνη Βόλβη με τις λίγες γραφικές ψαρόβαρκες και τα σπάνια είδη πουλιών.

Βέροια
Η πόλη είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, ΒΔ των Πιερίων και δυτικά της πεδιάδας του Αλιάκμονα. Έχει υψόμετρο 130 μ. και τη διαρρέει ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, Τριπόταμος. Η αρχαία Βέροια κατείχε την ίδια γεωγραφική θέση και η πόλη φέρει την ίδια ονομασία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τους μακεδονικούς μύθους, η Βέροια ιδρύθηκε από την κόρη του βασιλιά Βέρητα, Βέροια. Οι Μακεδόνες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω στο 700 π.Χ. Στη διαμάχη του Πύρρου με τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, για το θρόνο της Μακεδονίας, ο Πύρρος κατέλαβε την πόλη και τον μακεδονικό θρόνο μέχρι το 286 π.Χ. Αργότερα στη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., η Βέροια ήταν από τις πρώτες πόλεις που παραδόθηκε στους Ρωμαίους και εντάχθηκε στην 3η μερίδα της Μακεδονίας (Tertia Regio). Στη πόλη εκτός από τον Μακεδονικό πληθυσμό υπήρχαν αρκετοί Ρωμαίοι και Ιουδαίοι. Στη Βέροια υπήρχε ιερό του Ηρακλέους, που λατρευόταν στη Μακεδονία ως θεός, και το οποίο βρίσκονταν στη θέση «Μουατζίρικα», στο μέρος που υπήρχε το ιουδαϊκό νεκροταφείο. Υπήρχε επίσης ιερό του Ασκληπιού και πιθανόν της Αφροδίτης. Επίσης λατρεύονταν ο Ζευς, προς τιμήν του οποίου τελούνταν «τα εν Βέροια Ολύμπια», ο Απόλλων, ο Ερμής η Δήμητρα και η Περσεφόνη, ο Πλούτων, οι Νηρηίδες, ο Αλέξανδρος και ο Διόνυσος. Σημαντική θέση κατείχε η λατρεία του Διόνυσου, που ήταν ριζωμένη στη Βέροια και είχε πιστούς από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Με τη λατρεία του Διόνυσου συνδέεται και η λατρεία της υδροσκοπίας (η λατρεία της Διονυσιακής υδροσκοπίας ήταν ιδιαιτερότητα της Μακεδονίας). Η διονυσιακή λατρεία εκδηλώνονταν με γλέντια με άφθονο κρασί και όλα τα επακόλουθα, που ήταν μέρος των μυστηριακών τελετών. Μαρτυρείται επίσης και η λατρεία των Καβείρων, που συνδεόταν με οργιαστικές τελετές. Επίσης υπήρχε και ιερό της θεάς Ευνομίας, όπως διαπιστώνεται από επιγραφή, ενσωματωμένη στο μιναρέ του Τεμένους της Βέροιας, «ΒΩ(ΜΟΣ) ΕΥΝ(ΟΜΙΑΣ)», στη θέση του οποίου αργότερα πιθανόν να κτίστηκε ο Ναός του απ. Παύλου στη Βέροια. Ξένες θεότητες οι οποίες λατρεύονταν στη Βέροια ήταν η Αταργάτης, η Ίσις και ο Σέραπις. Υπήρχε επίσης και η αυτοκρατορική λατρεία, για την οποία υπήρχε στην Βέροια το «Κοινό των Μακεδόνων», πρόεδρος του οποίου ήταν ο αρχιερέας των Σεβαστών. Στο κοινό των Μακεδόνων που είχε σαν σκοπό τη λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα ως θεού συνέρχονταν μία φορά αντιπρόσωποι των Μακεδονικών πόλεων, οι σύνεδροι, οι οποίοι μαζί με τους ιερείς και πλήθος κόσμου προσέφερε στο ναό θυσίες. Μετά ακολουθούσαν για πολλές μέρες γιορτές και αγώνες προς τιμήν των αυτοκρατόρων. Επίσης στη Βέροια λατρεύτηκε η θεά μητέρα των θεών, Αυτόχθων, το ιερό της οποία ανακαλύφτηκε το 1965 στην Λευκόπετρα. Τέλος, υπήρχαν και αρκετοί Ιουδαίοι, όπως διαπιστώνεται από τη συναγωγή και αρκετοί προσήλυτοι, γυναίκες και άνδρες, από ανώτερες κοινωνικές τάξεις όπως και στη Θεσσαλονίκη.

Όπως διαβάζουμε στην Κ. Διαθήκη, ο Παύλος φυγαδεύεται κρυφά τη νύχτα, μετά τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και κατευθύνεται στη Βέροια. Δεν ξέρουμε αν ήταν προγραμματισμένη μια επίσκεψη του εκεί ή οι καταστάσεις στη Θεσσαλονίκη τον οδήγησαν σε μια κοντινή πόλη, όπου και θα περίμενε να δει τις εξελίξεις των γεγονότων στη Θεσσαλονίκη και να πράξει ανάλογα. Η Εγνατία οδός διερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, την Πέλλα και την Έδεσσα, δηλαδή ανατολικά-βόρεια και παράλληλα της πόλης και όχι μέσα από την ίδια την πόλη. Σύμφωνα με τον Γ. Χιονίδη (Χιονίδης Γ., «Ζητήματα από τις Αφίξεις του Απόστολου Παύλου στη Βέροια», Πρακτικά Διεθνούς επιστημονικού Συνεδρίου «Ο απ. Παύλος και η Βέροια, Βέροια 1995, σελ.233-270), ο Παύλος θα πρέπει να κατευθύνθηκε από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την αρχαία Πέλλα, μια απόσταση 30 ρωμαϊκά μίλια ή 44,5 χλμ. κι από την Πέλλα, μέσω κάποιας παρακαμπτήριας οδού, στη Βέροια, άλλη μια απόσταση 27 ρωμαϊκών μιλίων ή 40 χλμ. Την απόσταση των 84,5 χλμ. ο Παύλος πρέπει να διένυσε σε 12 ώρες, που πιθανόν να μοίρασε σε δύο μέρες. Κατά την άφιξη του στη Βέροια ο Παύλος σύμφωνα με τη συνήθειά του κατευθύνθηκε στην ιουδαϊκή συναγωγή, όπου και κήρυξε το ευαγγέλιο. Οι Βεροιείς ανταποκρίθηκαν στο μήνυμά του με σοβαρότητα ερευνώντας τις γραφές, την Παλαιά διαθήκη, για να διαπιστώσουν την αλήθεια των όσων έλεγε. Το αποτέλεσμα ήταν να πιστέψουν πολλοί Ιουδαίοι, αλλά και αρκετοί Έλληνες προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό, άνδρες και γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.

Η Βέροια ήταν κέντρο εμπορικό και πολιτισμικό κι από εκεί κατάγονταν διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Το υψηλό πολιτισμικό επίπεδο ίσως να ήταν ένας λόγος που έκανε τους Βεροιείς να είναι πιο ευγενείς από τους Θεσσαλονικείς. Οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης έμαθαν για την παραμονή του Παύλου στη Βέροια και στέλνουν ανθρώπους για να ξεσηκώσουν το λαό. Ο Παύλος αναγκάζεται να φύγει αφήνοντας τη συνοδεία του, το Σίλα και τον Τιμόθεο, στη Βέροια και με συνοδεία αδελφών Βεροιαίων επιβιβάζεται σε κάποιο πλοίο σε ένα από τα κοντινά λιμάνια (Μεθώνη, Πύδνα ή Δίον) με προορισμό την Αθήνα. Η πρώτη περιοδεία του στη Μακεδονία έχει τελειώσει. Μυστήριο καλύπτει το τι απέγιναν οι νέοι πιστοί της Βέροιας, αφού καμία πληροφορία δεν μας είναι γνωστή για τη μετέπειτα πορεία τους, αλλά και για τη σχέση τους με τον Παύλο. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται μόνο ο «Σώπατρος Βεροιαίος» (Πράξ. 20:3-4, Ρωμ. 16:21), που βοήθησε τον Παύλο στο ιεραποστολικό του έργο. Στη Βέροια σήμερα, πίσω από την πλατεία του Ωρολογίου και τη λέσχη των αξιωματικών υπάρχει ανακαινισμένη, ηεβραϊκή συνοικία με τη συναγωγή της. Κατά πάσα πιθανότητα η συναγωγή βρίσκεται στην ίδια περιοχή που ήταν στην εποχή της Κ. Διαθήκης.

Η παράδοση διασώζει το σημείο που ο απ. Παύλος κήρυττε στους Βεροιείς, το «βήμα» ή όπως το ονομάζουν οι ίδιοι «το σέβασμα των αιώνων». Οι Βεροιείς σύμφωνα με την Κ. διαθήκη «καθ’ ημέραν ανακρίνοντες τας γραφάς ει έχει ταύτα ούτως» (Πράξ. 17:11). Το μέρος στο οποίο ο Παύλος κήρυττε στους Βεροιείς και συζητούσε μαζί τους, εκτός από τη συναγωγή, ήταν πιθανώς το γνωστό βήμα, το οποίο σύμφωνα με παλαιούς περιηγητές ήταν ένας ανοιχτός πανέμορφος τόπος με ψηλά κυπαρίσσια. Σήμερα είναι διαμορφωμένο ένα εκκλησιαστικό μνημείο διακοσμημένο με ψηφιδωτές παραστάσεις του Παύλου, έργα της Όλγας Μηχαηλίδου. Μπορεί κάποιος να δει μέσα στη σημερινή Βέροια να διασώζονται μέρη της παλιάς οδού, τις πλάκες εκείνες που πάτησε ο απ. Παύλος ερχόμενος στη Βέροια.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 οι κάτοικοι της πόλης είναι 43.683. Πολλοί από αυτούς ασχολούνται με αγροτικές εργασίες. Η Συναγωγή που βρίσκεται στην παραδοσιακή εβραϊκή συνοικία «Μπαρμπούτα», είχε σταματήσει να λειτουργεί από το Μάιο του 1943, με τη σύλληψη και των αφανισμό των Εβραίων της πόλης στα χιτλερικά στρατόπεδα. Το Δεκέμβριο του 2002 μετά από αναστήλωση, που έγινε, ξεκίνησε ξανά να λειτουργεί. Σήμερα υπάρχουν 5-6 οικογένειες Εβραίων.




Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη είναι πόλη της κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκεται στο βόρειο, ΒΑ και ανατολικό τμήμα των ακτών του Θερμαϊκού κόλπου και εκτείνεται στο ΝΑ άκρο της ομώνυμης πεδιάδας. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη, και πιο πυκνοκατοικημένη, πόλη της Ελλάδας μετά την Αθήνα. Απέχει από την Αθήνα 520 χλμ., και 165 χλμ. από τη Καβάλα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, κτίστηκε πάνω στην πόλη Θέρμη που πρέπει να ήταν στη σημερινή Άνω Τούμπα («μετά τον Αξιόν ποταμόν η Θεσσαλονίκη εστί πόλις η πρότερον Θέρμη εκαλείτο» Στράβωνας Γεωγραφικά 7). Ο Βασιλιάς Κάσσανδρος συνοίκησε, το 316 με 315 π.Χ., 26 μικρές πόλεις και τους έδωσε το όνομα Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, ετεροθαλούς αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου. Εξαιτίας της θέσης της εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο εμπορείου με διασυνδέσεις με όλα τα μεγάλα λιμάνια. Τυπικά ήταν μια πόλη με δημοκρατικό πολίτευμα, με Βουλή και εκκλησία του Δήμου, ουσιαστικά όμως ήταν κάτω από την εξουσία του βασιλιά της Μακεδονίας. Το 168 π.Χ., μια σημαντική χρονολογία για την Μακεδονία, μια και τότε έγινε η γνωστή μάχης της Πύδνας μεταξύ του Ρωμαίου Αιμίλιου Παύλου και του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέως, οι Ρωμαίοι νίκησαν και η Μακεδονία γίνεται ρωμαϊκή και χωρίζεται σε 4 μερίδες τις «regions» (με σκοπό να αποξενωθούν οι κάτοικοι και να μην υπάρχει κίνδυνος για τους Ρωμαίους), με τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της 2ης μερίδας, που εκτεινόταν από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα. Το 148 π.Χ., η Μακεδονία με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη ενσωματώνεται στο ρωμαϊκό κράτος και γίνεται εκτεταμένη επαρχία (Provincia Macedonia), που καταλάμβανε την περιοχή από την Αδριατική ως το Νέστο και από τις νότιες οροσειρές των Σκοπίων ως το Αιγαίο και το Πηνειό, με έδρα ρωμαίου ανθυπάτου (proconsul). Η κατασκευή της Εγνατίας οδού (146-120 π.Χ.) θα συνδέσει την Αδριατική με τον Εύξεινο και θα συμβάλει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Μετά τη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ., και την επικράτηση της Pax Romana, η Θεσσαλονίκη αναγνωρίζεται ως πόλη ελεύθερη με πληθυσμό 250.000 ανθρώπων, η πιο πολυπληθής πόλη της Μακεδονίας και μια από τις μεγαλύτερες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (πρώτη ήταν η Ρώμη με 1.000.000 και την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια με 500.000, ενώ η Κόρινθος και η Έφεσος είχαν τον ίδιο περίπου πληθυσμό με τη Θεσσαλονίκη). Οι κάτοικοι διακρίνονταν σε πολίτες, ελεύθερους, και απελεύθερους. Μια ξεχωριστή κατηγορία ήταν οι ξένοι που περιελάμβανε τους Ρωμαίους, τους Εβραίους κ.α. Στην πόλη υπήρχαν αρκετοί Ιουδαίοι. Η Θεσσαλονίκη ανήκε στην κατηγορία των υπηκόων πόλεων (civitates stipendiariae), δηλαδή ήταν τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας αλλά είχε και εσωτερική αυτονομία με Βουλή και Δήμο. Η Βουλή, που αποτελείτο από τους βουλευτές, προετοίμαζε τα θέματα και τα υπέβαλε μέσω των πολιταρχών στην εκκλησία του Δήμου για συζήτηση και έγκριση. Στο Δήμο, που ήταν η συνέλευση του λαού, έπαιρναν μέρος μόνον οι ελεύθεροι πολίτες, εκτός από γυναίκες. Η Εκκλησία του Δήμου συγκαλείται από τους πολιτάρχες, που διηύθυναν τις εργασίες της και παρουσίαζαν τα προβουλεύματα για συζήτηση και έγκριση. Καμία απόφαση δεν μπορούσε να πάρει ο Δήμος χωρίς την άποψη της Βουλής για το θέμα. Ο Δήμος αναφέρεται στο εδάφιο Πράξεις 17:5 περισσότερο με την έννοια του όχλου παρά με την έννοια της τυπική κανονικής συνέλευσης των πολιτών (δες επίσης Πραξ. 12:22, 19:30, 33). Για το ότι ανώτατοι άρχοντες της πόλης ήταν οι πολιτάρχες, μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε καμία αναφορά πέρα από αυτή των Πράξεων. Σήμερα ωστόσο υπάρχει μεγάλος αριθμός επιγραφών που μας το επιβεβαιώνουν [IGX.2,1 αρ.28 (2ος η 1ος αιώνας π.Χ.), 27 (2ος αιώνας π.Χ.), 30 (39/8 π.Χ.) κ.λπ.]. Οι πολιτάρχες, ανώτατοι υπάλληλοι της πόλης με διοικητική, δικαστική και αστυνομική εξουσία, ψηφίζονταν για ένα χρόνο. Στα ρωμαϊκά χρόνια πρέπει να υπήρχαν 5-6 πολιτάρχες στην πόλη. Οι στρατιωτικοί άρχοντες της πόλης ήταν Ρωμαίοι, ενώ οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ήταν ντόπιοι. Άλλοι άρχοντες ήταν ο αρχιερέας, ο γραμματέας της πόλης, οι αγορανόμοι, ο ειρήναρχος, ο γυμνασίαρχος, ο εφήβαρχος κ.α.
Η Θεσσαλονίκη μια πόλη με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, κομβικό γεωγραφικό σημείο και μεγάλη πόλη είχε, όπως αναμένεται, μια πανσπερμία θρησκειών και δοξασιών με έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού. Είχε επίσης και μεγάλη πνευματική ανάπτυξη καθώς πολλοί διανοούμενοι της εποχής ερχόντουσαν στις σχολές της να μελετήσουν επιστήμη και φιλοσοφία. Οι Έλληνες λάτρευαν κυρίως τον Διόνυσο όπως και τον Δία, Απόλλωνα, τον Ηρακλή και διατηρούσαν τη θρησκεία του θεού προστάτη της Θεσσαλονίκης Καβείρου. Οι Ρωμαίοι έφεραν τους δικούς τους θεούς και επέβαλαν την αυτοκρατορική λατρεία, με την οποία θα συγκρουστεί έντονα ο Χριστιανισμός. Στο γνωστό Σεράπειο λατρευόταν ο θεός Σέραπης και η Ίσιδα. Άλλοι θεοί που λατρεύονταν ήταν ο Μίθρας, η Κυβέλη, η Αστάρτη, ο Όσιρις, κ.α. Υπήρχαν λατρευτικοί σύλλογοι, οι ονομαζόμενοι «θίασοι», στους οποίους τα άτομα που τους αποτελούσαν λάτρευαν την ίδια θεότητα, όπως ο θίασος Διονύσου. Στην επιστολή που θα γράψει ο Παύλος στους Θεσσαλονικείς θα πει «επεστρέψατε προς τον Θεό από των ειδώλων δουλεύειν θεώ ζώντι και αληθινώ» (Α' Θεσ. 1:9).
Η πόλη είναι γνωστή από την επίσκεψη του Παύλου που αναφέρεται στις Πράξεις και τις δύο επιστολές που έστειλε στη νεοϊδρυθείσα εκκλησία. Ο απ. Παύλος και η συνοδεία του φθάνουν στη Θεσσαλονίκη από τους Φιλίππους, με ενδιάμεσους σταθμούς την Αμφίπολη και την Απολλωνία. Το ταξίδι από τους Φιλίππους μέχρι τη Θεσσαλονίκη είναι με τα πόδια 5-6 μέρες και περίπου 3 μέρες με άλογα. Ο Παύλος φθάνει στη δυτική μεριά της πόλης και ακολουθώντας τη σημερινή οδό Λαγκαδά, από όπου πέρναγε η Εγνατία Οδός (σύμφωνα με τα στοιχεία του Χ. Μακαρόνας για τη θέση της Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη), καταλήγει στην Ληταία πύλη (Γενί-Καπού) και συνέχισε στην οδό που είναι στο ύψος της σημερινής οδού Αγίου Δημητρίου. Η επίσημη πύλη της πόλης, η Porta Triumphalis, ήταν η Χρυσή Πύλη η οποία κτίστηκε σε ανάμνηση της νίκης του Οκταβιανού και του Αντωνίου το 42 π.Χ. στους Φιλίππους. Στόχος του Παύλου ήταν να φέρει το μήνυμα του Ευαγγελίου στις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και της Αχαΐας και μέσα από αυτές να εξαπλωθεί το Ευαγγέλιο και στις υπόλοιπες. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια σημαντική πόλη με μεγάλο πληθυσμό και ιουδαϊκή συναγωγή την οποία θα χρησιμοποιήσει ο Παύλος για τρία Σάββατα ως το μέρος στο οποίο «διελέξατο αυτοίς από των γραφών» (Πράξ. 17:2). Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ανήκε στην κοινότητα των Ρωμανιωτών Εβραίων και απολάμβαναν ειδικών προνομίων. Είχαν αυτόνομη διοικητική, οικονομική και δικαστική οργάνωση. Η δικαιοδοσία αυτή περιοριζόταν μόνο στα μέλη τους και όχι σε τρίτους, έστω κι αν αυτοί ήταν Ιουδαίοι άλλων κοινοτήτων, γι’ αυτό και στην περίπτωση του Παύλου έπρεπε οι Ιουδαίοι άρχοντες να τους φέρουν μπροστά στους πολιτάρχες. Έχουν γίνει προσπάθειες για να καθοριστεί ο τόπος της συναγωγής στην οποία κήρυξε ο Παύλος, αλλά δεν κατέστει ακόμα δυνατό να αποφανθούν οι ειδικοί με βεβαιότητα. Η ιουδαϊκή συνοικία βρισκόταν στην περιοχή των οδών Συγγρού, Αντιγονιδών και Φιλίππου, κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στην Εγνατία και στην οδό Αγ. Δημητρίου.


Τη συναγωγή κάποιοι την τοποθετούν στην Παναγία Χαλκέων, κοντά στο χώρο της Ρωμαϊκής αγοράς, όπου βρέθηκε στήλη με κείμενο από τους Αριθμούς 6:22-26 και χρονολογείται τέλη 4ου με αρχές 5ου αιώνα. Η αρχαιότερη ιουδαϊκή επιγραφή που βρέθηκε στην πόλη, και χρονολογείται το 2ο με 3ο αιώνα, κάνει λόγο για συναγωγές [Μ(άρκος) Α(υρίλιος) Ιακώβ ο και Ευτύχιος / ζων τη συμβίω αυτού Άννα / τη και Ασυνκριτώ και εαυτώ μνί /ας χάριν. ει δε τις έτερον καταθή / δώσει ταις συναγωγαίς λαμπράς / μ(υριάδας) ζ(επτά) ε(πεντακισχιλία)]. Στην πόλη πρέπει να υπήρχε και κοινότητα Σαμαρειτών με οργανωμένη συναγωγή όπως φαίνεται από επιγραφή (IGX2,1 αρ. 789) που ανακαλύφτηκε με κείμενο από τους Αριθμούς 6:22-26 και χρονολογείται τέλη 4ου με αρχές 5ου αιώνα. Η επιγραφή βρέθηκε κοντά στη Παναγία Χαλκέων, κοντά στο χώρο της Ρωμαϊκής αγοράς, στην οποία τοποθεσία πιθανόν να βρισκότανε συναγωγή. Η προφορική παράδοση επιδεικνύει στο παρεκκλήσι της μονής Βλατάδων τοποθεσία σπιτιού, του Ιάσονα, που επισκέφτηκε ο Παύλος. Ο Παύλος «διελέξατο» (έκανε συζήτηση) από «των γραφών» (Πεντάτευχο, προφητικά και ιστορικά βιβλία) και «διανοίγων» (ερμηνεύω, εξηγώ) ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει και να αναστηθεί. Από το κήρυγμα του πιστεύουν κάποιοι Ιουδαίοι, Έλληνες προσήλυτοι (κειμ. «σεβομένων») και από τους Έλληνες πολλές γυναίκες με επιρροή στην κοινωνία (κειμ. «γυναικών των πρώτων»). Ανάμεσα σε αυτούς που πίστεψαν ήταν ο Ιάσονας, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος (Πράξ. 17:5, 20:4,5). Η πίστη κάποιων Ιουδαίων αλλά ακόμα περισσότερο προσήλυτων Ελλήνων στο κήρυγμα του Παύλου, έφερε ζήλια στους Ιουδαίους, οι οποίοι πληρώνουν «αγοραίους άνδρες», δηλαδή ταπεινής συνήθως καταγωγής ανθρώπους που περιφέρονταν άεργοι στην αγορά έτοιμοι να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ταραχή, και οι οποίοι «οχλοποιήσαντες εθορύβουν την πόλιν» (Για τους αγοραίους δες Πλάτων, Πρωταγόρας 347C και Πλούταρχος, Αιμίλιος Παύλος 38). Προσπάθησαν να φέρουν τον Παύλο και τον Σίλα στο Δήμο (σε συγκεντρωμένο εξαγριωμένο πλήθος) για να τους κατηγορήσουν, αλλά μην μπορώντας να τους βρουν έφεραν τον Ιάσονα και κάποιους άλλους πιστούς στους πολιτάρχες με την κατηγορία ότι αυτοί που αναστάτωσαν τον κόσμο όλο είναι στη Θεσσαλονίκη και είναι ενάντιοι με τα δόγματα του Καίσαρα και έχουν άλλον βασιλιά, τον Ιησού. Τα δόγματα του Καίσαρα σύμφωνα με τον καθηγητή Χ. Οικονόμου θα πρέπει να ήταν όρκοι πίστης των Θεσσαλονικέων με τους οποίους αναγνώριζαν τόσο την πολιτική εξουσία όσο και τη θεότητα του αυτοκράτορα. Κατά μία άλλη άποψη τα δόγματα καίσαρος δεν είναι άλλα από τα διάφορα δόγματα τα οποία κατά καιρούς εξέδωσε ο Κλαύδιος σχετικά με το πρόβλημα των Ιουδαίων. Ο Ιάσονας, που στο σπίτι του γίνονταν οι συνάξεις των πιστών, και άλλοι πιστοί πλήρωσαν κάποια εγγύηση και αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Παύλος και η συνοδεία του ενήμεροι για την κατάσταση κρύφτηκαν και αργότερα φυγαδεύτηκαν από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τη Βέροια. Ο διωγμός θα συνεχιστεί στη νεοσύστατη εκκλησία της Θεσσαλονίκης, και η αγωνία του Παύλου γι’ αυτή την εκκλησία θα εκδηλωθεί με την αποστολή του Τιμόθεου από την Κόρινθο για ενθάρρυνση και ενίσχυση των πιστών, λίγους μήνες μετά τη βίαιη αναχώρηση του, αλλά και με τη συγγραφή δύο επιστολών. Η Εκκλησία φημίζεται για την αγάπη της και η πίστης τους γίνεται γνωστή σε όλον τον κόσμο.
Αν και στις Πράξεις αναφέρεται ότι μόνον τρεις βδομάδες κήρυξε ο Παύλος στη συναγωγή, η παραμονή του στη Θεσσαλονίκη ήταν μεγαλύτερη, και πρέπει να κυμαίνονταν ανάμεσα σε ένα με δύο μήνες. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Χ. Οικονόμου από το ότι α) η Α' Θεσσαλονικείς υπαινίσσεται μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής, β) η σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε μεταξύ του Παύλου και των Θεσσαλονικέων απαιτεί μεγαλύτερη χρονική περίοδο, γ) η αναφορά στην προσωπική εργασία του Παύλου (Α' Θεσ. 2:9, Β' Θεσ. 3:7-12), δ) η αποστολή βοήθειας από τους Φιλίππους στον Παύλο όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη (Φιλ. 4:16).
Σήμερα, η Θεσσαλονίκη είναι το οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων. Δεύτερο λιμάνι της χώρας και από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου, συνδέει την Ευρώπη με τη Μ. Ανατολή και το Αιγαίο με τη Μαύρη θάλασσα. Συγχρόνως το αεροδρόμιο «Μακεδονία» είναι ένας ευρωπαϊκός κόμβος με εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Μαζί με το σιδηροδρομικό και τον επιβατικό σταθμό, είναι διαμετακομιστικό κέντρο από και προς την Ευρώπη. Είναι μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό σε πληθυσμό και ανάπτυξη. Αποτελεί κέντρο οικονομικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια. Το εμπόριο είναι εδώ και πολλούς αιώνες ο κύριος τομέας της οικονομίας και της απασχόλησης. Σημαντική είναι και η πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης. Στη πόλη υπάρχουν μεγάλα πανεπιστήμια, τεχνολογικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα και υπάρχουν πρεσβείες και προξενεία αρκετών κρατών. Η Θεσσαλονίκη είναι μια όμορφη και γοητευτική πόλη που έχει πολλά να προσφέρει σε όποιον την επισκεφθεί. Υπάρχουν αρκετά μνημεία αρχαία, βυζαντινά και μεταβυζαντινά. Αξιόλογες καλλιτεχνικές παραστάσεις, μουσικές και θεατρικές, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει, όλη τη χρονιά. Η παραλία της είναι γνωστή για τον Λευκό Πύργο και τις βόλτες. Επίσης σε λίγα μόλις λεπτά μπορεί κανείς να βρεθεί σε γραφικά λιμανάκια και παραλίες.

Καβάλα (Νεάπολις)


Η Νεάπολη, η σημερινή Καβάλα, είναι πόλη της Μακεδονίας χτισμένη αμφιθεατρικά στις υπώρειες υψωμάτων που αποτελούν τη ΒΑ προέκταση του όρους Σύμβολο, στο μυχό μικρού κόλπου. Απέχει 680 χλμ. από Αθήνα, 165 χλμ. από Θεσσαλονίκη και 16 χλμ. περίπου από τους Φιλίππους. Η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα. Υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας και από το 350 π.Χ. υπήρξε το επίνειο των Φιλίππων. Ήταν σημαντικός σταθμός της Εγνατίας Οδού που ένωνε την Ευρώπη με την Ασία. Τον 5ο μ.Χ. αιώνα η πόλη ονομάστηκε Χριστόπολις και οι Οθωμανοί αργότερα της έδωσαν το όνομα Καβάλα.

Μπορεί να δει κάποιος σήμερα ερείπια της παλιάς πόλης, αν και το μεγαλύτερο μέρος της καταλήφθηκε από τη σημερινή πόλη, όπως το υδραγωγείο, τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου και ερείπια του ιερού της πόλης Παρθένου. Στη πόλη της Καβάλας υπάρχει ο μεγαλοπρεπέστατος ναός του Αγίου Παύλου, που άρχισε να χτίζεται το 1900 μ.Χ. προς τιμή του απ. Παύλου. Επίσης, πίσω από ένα ναό, αφιερωμένο στον προστάτη των θαλασσών Άγιο Νικόλαο, υπάρχουν υπολείμματα βάσης κίονα στον οποίο υπάρχει, σύμφωνα με την παράδοση, αποτύπωμα από το πρώτο πάτημα του απ. Παύλου στην Μακεδονία. Στο σημείο αυτό υπάρχει και σχετικό μνημείο.

Η απόσταση από την Τρωάδα μέχρι την Νεάπολη είναι 231 χιλιόμετρα. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι ο απ. Παύλος αποβιβάζεται στην Νεάπολη μετά από ταξίδι δύο ημερών, με ενδιάμεση στάση τη Σαμοθράκη. Ο προορισμός του είναι η μεγάλη πόλη των Φιλίππων, επίνειο της οποίας ήταν η Νεάπολη. Καθώς πλησιάζει στη Μακεδονία μπροστά του διαγράφεται η αμφιθεατρικά κτισμένη πόλη της Νεάπολης με το ναό της Αρτέμιδος να δεσπόζει. Ο απ. Παύλος δεν έμεινε στη Νεάπολη, αλλά προχώρησε, μέσω της Εγνατίας οδού, στους Φιλίππους τη μεγάλη και σημαντική αυτή πόλη της Μακεδονίας.

Η Καβάλα σήμερα είναι το πιο αστικό κέντρο της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, με μεγάλη επιχειρηματική δραστηριότητα. Η θέση της είναι σημαντικός οδικός άξονας μεταξύ τουρκικών συνόρων και Θεσσαλονίκης. Επίσης σημαντικός τομέας ανάπτυξης είναι το λιμάνι της, καθώς και ο τομέας αλιείας, με μια από τις πιο μεγάλες ιχθυόσκαλες της Μεσογείου. Υπάρχουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, όπως άντλησης πετρελαίου, παραγωγής φωσφορικών λιπασμάτων, επεξεργασίας μαρμάρου και γυαλιού. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται περίπου στους 60.000 κατοίκους.

Καλοί Λιμένες- Λασαία

Οι Καλοί Λιμένες είναι όρμος του Λιβυκού πελάγους, στις νότιες ακτές του νομού Ηρακλείου ανάμεσα στα ακρωτήρια Λίθινο και Κεφάλας και κοντά στη Γόρτυνα, την αρχαία πρωτεύουσα της Κρήτης. Στον όρμο βρίσκονται οι νησίδες: Παπαδόπλακα δυτικά, Μεγαλονήσι με το φάρο, Μικρονήσι (απόστολος Παύλος) και η Τράφος. Έχει βάθος 3 έως 6 μέτρα με αμμώδη και πετρώδη πυθμένα και παρέχει προστασία από βόρειους και δυτικούς ανέμους, αλλά είναι ανοιχτός από τα ανατολικά και νότια. Στην ιστορία αναφέρεται και σαν Καλοί Λιμνιώνες και ήταν αγκυροβόλιο για τα πλοία, ιδιαίτερα τα εμπορικά που έκαναν μεγάλα ταξίδια. Στα παράλιά του βρίσκονται οι οικισμοί Καλοί Λιμένες και Πλατιά Περάματα και κοντά του είναι η πόλη Λασαία. Απέχει 79 χλμ. από την πόλη του Ηρακλείου και 23 χλμ. από τις Μοίρες.
Όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, ήταν το πρώτο λιμάνι της Ελλάδας όπου έφθασε το πλοίο με τον απ. Παύλο στο ταξίδι προς τη Ρώμη. Η πορεία τους προς τους Καλούς Λιμένες δεν ήταν στα σχέδια του πλοιάρχου, ήταν όμως αναγκαστική καθώς λόγω ΒΔ ανέμων παρασύρθηκαν από την αρχική πορεία τους και αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν εκεί. Λόγω του ότι το ταξίδι ήταν επικίνδυνο ο Παύλος πρότεινε να μείνουν εκεί το χειμώνα, κάτι που όμως δεν έγινε δεκτό από τον εκατόνταρχο και τους ναύτες (Πράξ. 27:9-12). Ίσως γιατί αν και θεωρείτο το καλύτερο φυσικό λιμάνι στη νότια Κρήτη, δεν παρείχε προστασία από ανέμους και θύελλες ΝΑ κατευθύνσεων και μάλιστα την περίοδο του χειμώνα. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Έτσι ξεκίνησαν για τον Φοίνικα. Αργότερα, ο Παύλος δικαιώθηκε γιατί στον Φοίνικα δεν έφθασαν ποτέ.
Σήμερα, οι Καλοί Λιμένες ανήκουν στο δήμο Μοιρών και για να φτάσει κανείς εκεί χρειάζεται τουλάχιστον 35 λεπτά, καθώς ο δρόμος δεν είναι ασφαλτοστρωμένος και έχει πολλές στροφές. Υπάρχει μικρός γραφικός οικισμός με καθαρή παραλία, ενώ στο μικρό λιμανάκι αγκυροβολούν ψαρόβαρκες και μικρά ψαροκάικα. Ακριβώς απέναντι από το λιμάνι και λίγα μόλις μέτρα υπάρχει η νησίδα Μικρονήσι, που οι ντόπιοι ονομάζουν νησάκι «απόστολος Παύλος», και όπου υπάρχουν σύγχρονες εγκαταστάσεις για τον ανεφοδιασμό ποντοπόρων πλοίων. Δίπλα και γύρω από τους Καλούς Λιμένες υπάρχουν καταπληκτικές πεντακάθαρες παραλίες, δεξιά η Ψιλή Άμμος, τα Στενά πίσω από το λόφο, και η Καραβόβρυση, ενώ αριστερά του λιμανιού μια μεγάλη παραλία η Μακριά Άμμος ή Αλμυρίκια, με δυο-τρεις γραφικές ταβέρνες. Υπάρχει λιμενική αστυνομία, τελωνείο και λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια με ταβέρνες για τους επισκέπτες της περιοχής. Το γεγονός ότι η θερμοκρασία παραμένει σε υψηλά επίπεδα όλο το χρόνο κάνει τα χελιδόνια να παραμένουν εκεί το χειμώνα. Το πρόβλημα όμως που δημιουργούν οι ΝΑ άνεμοι από την αρχαιότητα υπάρχει και σήμερα, αρκετά έντονο μάλιστα την περίοδο του χειμώνα. Το χειμώνα στον οικισμό μένουν δυο-τρεις οικογένειες και οι εργαζόμενοι στην εταιρία ΣΕΚΑ, που έχει τη διαχείριση του ανεφοδιασμού των πλοίων. Δεξιά από το λιμάνι, πάνω στο λόφο, έχει χτιστεί εκκλησία προς τιμή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου Α', για την επίσκεψή του στις 15 Νοεμβρίου 1992.

Κοντά στους Καλούς Λιμένες, ανατολικά του ακρωτηρίου Λίθινος, βρίσκεται η πόληΛασαία. Ήταν ένα από τα λιμάνια της αρχαίας Γόρτυνας και άκμασε τη ρωμαϊκή εποχή. Άλλα αρχαία ονόματά της ήταν Λασός, Άλας και Άλασσα. Στην Καινή Διαθήκη, χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία, αναφέρεται πως ήταν πόλη κοντά στο λιμάνι των Καλών Λιμένων όπου αγκυροβόλησε ο απ. Παύλος στο ταξίδι του για τη Ρώμη. Η αναφορά της από το βιβλίο των Πράξεων δείχνει πως ήταν γνωστή την εποχή εκείνη, καθώς οι Καλοί Λιμένες ήταν αγκυροβόλιο πλοίων στα ταξίδια τους στη Μεσόγειο θάλασσα. Η Λασαία σήμερα απέχει 2,5 περίπου χλμ. από το λιμάνι των Καλών Λιμένων και 35 λεπτά από την πόλη των Μοιρών. Ο αρχαιολογικός χώρος της Λασαίας είναι μικρός και μη επισκέψιμος, καθώς γίνονται αρχαιολογικές ανασκαφές με αργούς ρυθμούς. Μπορεί όμως να δει κανείς ερείπια της αρχαίας πόλης έξω από την περίφραξη του χώρου. Απέναντι από τη Λασαία υπάρχει η νησίδα Τράφος, ενώ σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων υπάρχει πεντακάθαρη παραλία.


Κεγχρεές

Η πόλη ήταν ένα από τα δύο σημαντικότερα λιμάνια της αρχαίας Κορίνθου (το άλλο ήταν το Λέχαιο). Βρίσκεται στο ΒΔ μυχό του Σαρωνικού και εξασφάλιζε την επικοινωνία με τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολή. Η πόλη ήταν κτισμένη στην παραλία με αποτέλεσμα, όταν η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε, πολλά κτίσματα να σκεπαστούν από το νερό. Το λιμάνι, σε σχήμα πετάλου, σχηματίστηκε από την κατασκευή δύο τεχνικών μόλων και πλαισιωνόταν από στοές και λιμενικές εγκαταστάσεις.

Στην είσοδο του λιμανιού υπήρχε χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, πιθανότατα στο βόρειο μόλο, όπου ανασκάφηκε μαζί με άλλα και ένας τετράγωνος πύργος και οι θεμελιώσεις που στήριζαν το άγαλμα. Στον ίδιο χώρο πρέπει να υπήρχε και ναός της Αφροδίτης, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (2,2,3). Επίσης υπήρχε στο νότιο μόλο ιερό της Ίσιδος. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του Παυσανία και του Απουλήιου (Μεταμορφώσεις 11,8) αναφέρεται πομπή που ξεκινούσε από την Κόρινθο κι έφτανε στο ιερό της Ίσιδος στις Κεγχρεές, όπου πολλοί μυούνταν στα μυστήρια της θεάς. Η ύπαρξη του ιερού βασίστηκε και σε απεικονίσεις λωτών, παπύρων, πτηνών και ζώων που σχετίζονται με τον Νείλο και βρέθηκαν στο ψηφιδωτό δάπεδο και σε υαλοπίνακες. Σύμφωνα με τον Παυσανία υπήρχε επίσης και ιερό του Ασκληπιού. Έχει ανασκαφεί επίσης και βασιλική του 4ου ή 5ου αιώνα μ.Χ. Η θρησκευτική κατάσταση των Κεγχρεών ήταν παρόμοια με αυτή της Κορίνθου.
Οι Κεγχρεές αναφέρονται δύο φόρες στην Καινή Διαθήκη. Η πρώτη είναι κατά την αναχώρηση του Παύλου από την Κόρινθο για την Έφεσο στη Μ. Ασία (Πράξ. 18:18). Στις Κεγχρεές ο Παύλος κούρεψε το κεφάλι του επειδή «είχε γαρ ευχήν». Η δεύτερη αναφορά των Κεγχρεών στην Καινή Διαθήκη γίνεται στην επιστολή που έγραψε ο απ. Παύλος στους Χριστιανούς στη Ρώμη και εκεί κάνει αναφορά σε μια γυναίκα, τη Φοίβη, που ήταν διακόνισσα στην εκκλησία των Κεγχρεών. Από αυτή την αναφορά μαθαίνουμε ότι στις Κεγχρεές είχε δημιουργηθεί εκκλησία, την ίδια χρονική περίοδο που δημιουργήθηκε και στην Κόρινθο. Ο όρος «διάκονος» δεν έχει την έννοια του εκκλησιαστικού αξιώματος που έχει σήμερα και που λίγο αργότερα αποκρυσταλλώθηκε στην εκκλησιαστική ορολογία, άλλα ήταν μάλλον ένας χαρακτηρισμός που ήταν εφαρμόσιμος σε κάθε χριστιανό «διάκονο» του Θεού που είχε κάποια ευθύνη στην εκκλησία. Σε ένα λιμάνι σαν των Κεγχρεών υπήρχε ανάγκη για βοήθεια σε φτωχούς, αρρώστους, χήρες, ορφανά αλλά ιδιαίτερα, όπως φαίνεται από το χωρίο Ρωμαίους 16:2, για βοήθεια και φιλοξενία σε Χριστιανούς που περνούσαν από το λιμάνι. Αυτά θα πρέπει να ήταν μερικά από τα καθήκοντα της διακόνισσας Φοίβης.Οι Κεγχρεές σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με 150 μόνιμους κάτοικους. Υπάρχουν αρκετά σπίτια που χρησιμοποιούνται σαν εξοχικές κατοικίες, ιδίως των Αθηναίων. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αγρότες και ασχολούνται με την παραγωγή ντομάτας και τη καλλιέργεια πορτοκαλιών. Το αρχαίο λιμάνι των Κεγχρεών δίπλα στο χωριό, χρησιμοποιείται για τη φύλαξη μικρών ψαρόβαρκων, αλλά και σαν ιδανική παραλία για τους κατοίκους της περιοχής. Στη σημερινή Κόρινθο υπάρχει η Ενορία Κεγχρεών που είναι από τις λίγες μικρές Ενορίες που υφίστανται από την εποχή της Καινής Διαθήκης μέχρι σήμερα.

Κλαύδη (Γαύδος)

Η Γαύδος είναι μικρό νησάκι στα ΝΔ παράλια της Κρήτης και απέχει 20 ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Βάταλος και τη Χώρα Σφακίων. Αποτελεί το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Έχει έκταση 37 τ. χλμ. Παλαιά ονομαζόταν Καύδος και οι κάτοικοί της Καύδιοι. Άλλο όνομά της ήταν το Γαύδη (Πτολεμ. Γ, ιζ,11). Ο Πλίνιος (ΙV, 20,61) την αναφέρει με το σημερινό της όνομα Γαύδος. Ο ιστορικός Στράβων την αναφέρει ως Γαύδο. Στους ναυτικούς πίνακες του Μεσαίωνα σημειώνεται ως Γκότζο (Gozzo). Στην εποχή της Ενετοκρατίας λεγόταν Γκότζο. Άλλη ονομασία της είναι Καύνος. Νεότερη ονομασία της ήταν και Γαυδονήσι. Ο Όμηρος αναφέρεται στο νησί πολλές φορές. Λέγεται ότι στο ακρωτήριο της Τρυπητής, το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης βρισκόταν αιχμάλωτος της Καλυψώς ο Οδυσσέας.
Η ιστορία της Γαύδου ξεκινά από τους νεολιθικούς χρόνους, αφού υπάρχουν αναφορές για κατοίκησή της από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Στράβωνα, Πτολεμαίο και Ιεροκλή. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι κατοικείται από το 3.000 π.Χ. Το 1927 ο αρχαιολόγος F. Halbherr ανακάλυψε στο Πραιτόριο της Γόρτυνας, στην περιοχή του Ηρακλείου, τα δύο πρώτα τμήματα μιας επιγραφής χαραγμένης σε πωρόλιθο. Το 1960, βρέθηκε εντοιχισμένο σ’ ένα αγροτόσπιτο στην περιοχή Μεσαράς του Ηρακλείου, το τρίτο τμήμα της ίδιας επιγραφής. Η μελέτη της ολοκληρωμένης πια επιγραφής έφερε στο φως τη Συνθήκη, που έγινε μεταξύ Γορτυνίων και Καυδίων και αποδεικνύει τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στην παντοδύναμη τότε Γόρτυνα και στη Γαύδο, τον 3ο αιώνα π.Χ. Το κείμενο είναι γραμμένο στη δωρική κρητική διάλεκτο της εποχής και αναφέρει ότι οι Γορτύνιοι επιτρέπουν στους κατοίκους της Γαύδου να κατοικούν στο νησί τους ελεύθεροι και αυτόνομοι, με δικά τους δικαστήρια και νόμους και με το καθεστώς που καθόρισαν οι Γορτύνιοι. Οι κάτοικοι της Γαύδου υποχρεούνται να ακολουθούν τους Γορτύνιους σε πόλεμο και ειρήνη και να καταβάλλουν το 1/10 από τους καρπούς που παράγει η γη τους εκτός από τα ζώα, τα λαχανικά και την πρόσοδο των λιμένων. Επίσης να δίνουν κάθε χρόνο 5.000 χόες αλατιού, από τη συνολική παραγωγή, και 200 μεδίμνους από τους καρπούς του κέδρου, αν η σοδειά είναι καλή, και 60 μεδίμνους αν η σοδειά δεν είναι καλή. Το αλάτι και το κεδρέλαιο που χρησιμοποιείτο στη φαρμακευτική και τη συντήρηση των πλοίων ήταν τα κύρια προϊόντα της Γαύδου. Στην παλαιοχριστιανική εποχή η Γαύδος ήταν βυζαντινή επαρχία με δικό της επίσκοπο. Στη νεώτερη ιστορία αναφέρεται σαν τόπος εξορίας.
Στο βρετανικό μουσείο βρίσκεται μαρμάρινο άγαλμα του 500-300 π.Χ. από τη Γαύδο.

Η Γαύδος στην Κ. Διαθήκη αναφέρεται σαν Κλαύδη. Στη διάρκεια της μεταφοράς του Παύλου από την Ιουδαία προς τη Ρώμη για να δικαστεί, ξέσπασε ξαφνικός δυνατός άνεμος, ο Ευροκλείδων (Πραξ. 27:14), με αποτέλεσμα να παρασυρθεί το πλοίο κοντά στο νησί. Εκεί με αρκετή δυσκολία μάζεψαν τον ιστό και με σηκωμένη την άγκυρα άφησαν ελεύθερο το πλοίο για να μη πέσουν πάνω στη Σύρτη (περιοχή της Β. Αφρικής). Η θαλάσσια περιοχή νότια από τα παράλια της Κρήτης θεωρείται δύσκολη και επικίνδυνη. Ενώ ένα πλοίο μπορεί να ξεκινήσει με καλό καιρό, μετά από μερικά μίλια ο καιρός μπορεί να αλλάξει δραματικά, φτάνοντας ακόμα και τα 8-9 μποφόρ από τις αρχές ακόμα του φθινοπώρου. Όταν το πλοίο που μετέφερε τον Παύλο ξεκίνησε από το λιμάνι των Καλών Λιμένων, για να ξεχειμωνιάσει στο λιμάνι του Φοίνικα, που θεωρείτο πιο ασφαλές κατά τη χειμερινή περίοδο, ξεκίνησε με καλό καιρό, η κατάσταση άλλαξε ξαφνικά. Εάν μάλιστα συνυπολογιστεί το ότι δεν υπήρχε πρόγνωση καιρού, μαζί με το ότι τα πλοία της εποχής εκείνης υστερούσαν κατά πολύ με τα σύγχρονα και ήταν πολύ μικρότερα, τα ταξίδια αυτά ήταν άκρως επικίνδυνα, πλην όμως αναγκαία. Ακόμα και σήμερα το λιμεναρχείο παρότι έχει πρόγνωση καιρού, για τα δρομολόγια προς το νησί της Γαύδου, ενημερώνεται από τον πλοίαρχο του καραβιού που επιστρέφει από το νησί, όταν φυσικά οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν, καθώς η κατάσταση μπορεί να αλλάξει ξαφνικά χωρίς να μπορεί να γίνει καμία ασφαλής πρόγνωση. Στην περίπτωση του πλοίου που μετέφερε τον Παύλο, ο άνεμος που έπιασε ξαφνικά ήταν τυφώνας, κάνοντας ακόμα πιο τραγική την κατάσταση. Γι’ αυτό αποφάσισαν να αδειάσουν το περιεχόμενο του πλοίου στη θάλασσα, και την επόμενη μέρα να πετάξουν ακόμα και τα σκεύη. Ο καπετάνιος του πλοίου αποφάσισε να κατεβάσει τα πανιά, για να μην πλέει με περισσότερη ταχύτητα το πλοίο κόντρα στα κύματα δημιουργώντας μεγαλύτερο πρόβλημα στη σταθερότητα του, αφήνοντας την πορεία του στην «τύχη», που δεν ήταν τίποτα άλλο από την πρόνοια του Θεού, για τη σωτηρία του Παύλου και όλων όσων ταξίδευαν με το πλοίο. Παρόμοιο τρόπο διακυβέρνηση του πλοίου, όταν η θάλασσα ανοιχτά της Κρήτης προς τη Γαύδο είναι φουρτουνιασμένη, διαλέγει ο καπετάνιος και στις μέρες μας, μηδενίζοντας την ταχύτητα του πλοίου και αφήνοντας το πλεύσει με όσο το δυνατόν μικρότερη ταχύτητα κόντρα στα μανιασμένα κύματα, αποφεύγοντας πιθανή βύθιση του πλοίου.

Σήμερα, η Γαύδος είναι ένα ήσυχο, πεδινό νησί με φυσικές παραλίες και μαγευτικές αμμουδιές. Το μεγαλύτερο μέρος του νησιού είναι πράσινο με πεύκα, θάμνους, και τους περίφημους κέδρους του Λιβάνου. Τα Βαστιανά είναι το νοτιότερο χωριό της Ευρώπης, ενώ στο ακρωτήριο Τρυπητή και συγκεκριμένα οι Καμάρες είναι το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Εκεί μάλιστα έχει τοποθετηθεί μια μεγάλη πολυθρόνα πάνω στην οποία μπορεί κανείς να φωτογραφηθεί. Από το σημείο αυτό μπορεί να αγναντέψει στο Λιβυκό πέλαγος, και να φανταστεί την πορεία του πλοίου που μετέφερε τον Παύλο στη Ρώμη. Στο νησί υπάρχει επίσης ο δεύτερος μεγαλύτερος φάρος στον κόσμο. Το νησί κατοικείται από λιγοστούς κατοίκους, περίπου 40, που ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τα αμπέλια, και τους καλοκαιρινούς μήνες τον τουρισμό. Υπάρχει δημοτικό σχολείο με ένα παιδί (2003) και αγροτικό ιατρείο, στην πρωτεύουσα του νησιού Καστρί, καθώς και αστυνομία στο λιμάνι του νησιού, το Καράβι. Η παροχή ρεύματος γίνεται μόνο μέσω γεννητριών. Λόγω του πελάγους το νησί είναι πλούσιο σε ψάρια, αστακούς, καραβίδες, γαρίδες κ.α. Η Γαύδος προσφέρεται για ξεκούραστες, ανέμελες και συγχρόνως λιτές διακοπές, με καταπληκτικές παραλίες όπως το Σαρακίνηκο, ο Ποταμός, ο Κόρφος και ο Άγιος Ιωάννης, η ομορφότερη του νησιού στης οποίας τους αμμόλοφους και κάτω από τα κέδρα, διαμένουν σε σκηνές οι περισσότεροι νέοι παραθεριστές. Ενοικιαζόμενα λιτά δωμάτια και γραφικές ταβέρνες υπάρχουν τα περισσότερα στο Σαρακίνηκο, ελάχιστα και στο λιμάνι. Συνδέεται ατμοπλοϊκά με την Κρήτη και συγκεκριμένα με τα Σφακιά (1,5 ώρα) και την Παλαιοχώρα Χανίων (2,5 ώρες), όταν ο καιρός είναι καλός, με δρομολόγια σχεδόν κάθε μέρα τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν ο καιρός το επιτρέπει.

Κόρινθος

Η πόλη είχε ιδιαίτερη στρατηγική θέση μιας και 400 άντρες μπορούσαν στο τείχος του Ισθμού να αναχαιτίσουν οποιαδήποτε εχθρική απειλή. Η εμπορική σημασία της πόλης ήταν επίσης μεγάλη, επειδή όλο το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης περνούσε από αυτήν. Σε αυτό συνέβαλαν τα δυο επίνεια της πόλης, το ανατολικό, οι Κεχρεές, και το δυτικό το Λέχαιο. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η δίοδος από τη Διολκό της Κορίνθου, ένας πλακόστρωτος δρόμος απ’ όπου μεταφέρονταν τα πλοία και τα φορτία τους από τον Κορινθιακό κόλπο, στα δυτικά, στον Σαρωνικό, στα ανατολικά.Η Κόρινθος που κατοικείτο από τη Νεολιθική εποχή (4.000 π.Χ.) πέρασε πολλές κρίσεις στην ιστορία της κι έπαιξε σπουδαίο ρόλο, λόγω της στρατιωτικής και εμπορικής θέσης της στην ιστορία. Το 146 π.Χ. καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τα ρωμαϊκά στρατεύματα με επικεφαλή τον Ρωμαίο ύπατο Λεύκιο Μόμμιο. Ο Μόμμιος φάνηκε ιδιαίτερα σκληρός καίγοντας την πόλη, σκοτώνοντας τους άνδρες και πουλώντας τα γυναικόπαιδα. Για έναν περίπου αιώνα η Κόρινθος ήταν μια πόλη φάντασμα, έρημη και ακατοίκητη. Ο απόηχος αυτής της καταστροφής σώζεται και στη φράση του Παυσανία (2,2) «Κόρινθο δε οικούσι Κορινθίων μεν ουδείς έτι των αρχαίων», εννοώντας ότι δεν υπήρχε πλέον κανένας από τους παλιούς κατοίκους.
Έναν αιώνα αργότερα, το 44 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας ιδρύει μια ρωμαϊκή επαρχία στα ερείπια της παλαιάς πόλης, που ονομάστηκε Laus Julia Corinthiensis. Το 27 π.Χ., ο Οκταβιανός Αύγουστος την ορίζει πρωτεύουσα της επαρχίας της Αχαΐας (Provincia Achaiae). Η πόλη αρχίζει να ξαναγεννιέται και να βρίσκει την παλιά της γεωγραφική οντότητα και την εμπορική της σημασία. Οι κάτοικοί της ήταν Ρωμαίοι, Έλληνες απελεύθεροι, κάτοικοι άλλων περιοχών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αλλά και αρκετοί Ιουδαίοι.

Λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην πόλη συνέρρεαν πλήθος ετερογενών στοιχείων φέροντας μαζί τους διάφορες δοξασίες. Το αποτέλεσμα ήταν ένας έντονος θρησκευτικός συγκρητισμός και η λατρεία πολλών θεοτήτων, όπως η Αστάρτη και ο Μέρκαρτ, ο Άττι και η Κυβέλη, ή Ίσιδα, ο Όσιρις και η Σέραπι και ο Απόλλωνας, ο Ερμής, Ηρακλής, Ασκληπιός. Πολλοί ασθενείς έρχονταν στην Κόρινθο για να γιατρευτούν από τον Ασκληπιό, αφιερώματα στον οποίο μπορεί κανείς να δει στο μουσείο της Κορίνθου. Η παλαιά πόλη ήταν αφιερωμένη στον Ποσειδώνα και η νέα στην Αφροδίτη.

Στην Ακροκόρινθο (οι πρώτες ενδείξεις λατρείας ανάγονται στον 7ο αιώνα) υπήρχε ο περιβόητος ναός της Αφροδίτης που, σύμφωνα με τον Στράβωνα (8,6,2), είχε στην υπηρεσία του πάνω από 1.000 ιερόδουλες που υπηρετούσαν τη θεά σε μικρούς ευπρόσωπους οικισμούς γύρω από το ναό και ασκούσαν την «ιερή πορνεία». Ναοί της Αφροδίτης υπήρχαν επίσης στο Λέχαιο και στις Κεγχρεές. Οι ιερόδουλες οδηγούσαν τους ναυτικούς από το λιμάνι στα καταλύματά τους, καθώς αυτοί ακολουθούσαν τα αποτύπωμα των παπουτσιών τους πάνω στο χώμα που έγραφαν «ΕΠΟΥ», δηλαδή «ακολούθα». Τα κτίσματα στην Ακροκόρινθο δείχνουν ότι η λατρεία συνοδευόταν από θυσίες, δείπνα και θεατρικές εκδηλώσεις. Ίσως καθαρμοί και κάποιο στάδιο μύησης λάμβανε χώρα, όπως υπαινίσσεται ο περιορισμένος χώρος ορισμένων κτιρίων και γραπτές πληροφορίες ότι τα λατρευτικά αγάλματα ήταν απρόσιτα στο κοινό. Η ζωή της Κορίνθου ήταν γνωστή για την έκλυση των ηθών και το «κορινθιάζεσθαι» σήμαινε διάγω άσωτη ζωή.

Στην πόλη υπήρχαν και αρκετοί Ιουδαίοι όπως φαίνεται και από τις Πράξεις των αποστόλων. Στις ανασκαφές βρέθηκε μια μαρμάρινη επιγραφή από την είσοδο μιας συναγωγής που έγραφε [ΣΥΝ]ΑΓΩΓΗ ΕΒΡ[ΑΙΩΝ], όπως και ένα μαρμάρινο επίκρανο στο οποίο είναι χαραγμένες τρεις εβραϊκές λυχνίες. Και τα δύο ανάγονται στον 5ο αιώνα μ.Χ. ή στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο.
Στην Καινή Διαθήκη βλέπουμε ότι ο απόστολος Παύλος επισκέπτεται την Κόρινθο μετά την αναχώρησή του από την Αθήνα. Η Κόρινθος ήταν μια στρατηγική πόλη για την υπόθεση του ευαγγελίου. Ο Παύλος ήξερε ότι αν κέρδιζε ανθρώπους στον Χριστό, αυτό θα συνέβαλε σημαντικά στην εξάπλωση του μηνύματος του Ευαγγελίου. Την εποχή που βρίσκεται ο απ. Παύλος στην Κόρινθο γίνονταν οι αγώνες των Ισθμίων. Τα Ίσθμια, που βρίσκονταν 10 χλμ. έξω από την πόλη της Κορίνθου, ήταν τρίτα σε σειρά (Ολύμπια, Πύθια, Ίσθμια και Νέμεα) σπουδαιότητας, αν και λόγω της σπουδαίας γεωγραφικής θέσης, τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα που συχνά λάμβαναν χώρα και η ανάδειξή της, μετά το 27 μ.Χ., σε πρωτεύουσα της Αχαΐας, κατέστησαν στην ουσία τα Ίσθμια δεύτερα σε συμμετοχή και σημασία, στη σειρά των Πανελληνίων. Τελούνταν κάθε δύο χρόνια και στην περίοδο που μας ενδιαφέρει τελέστηκαν το 49 και το 51 μ.Χ. Ο Παύλος έφτασε στην Κόρινθο λίγο πριν αρχίσουν οι αγώνες. Πολλοί άνθρωποι φτάνανε στην Κόρινθο και είχαν ανάγκη καταλύματος, γεγονός που έδινε εργασία στον Παύλος ως σκηνοποιό, μιας και είχε να προετοιμάσει σκηνές για τους αθλητές και τον κόσμο που θα έρχονταν στην πόλη. Ήταν όμως και μεγάλη ευκαιρία για την εξάπλωση του Ευαγγελίου, ευκαιρία που ο Παύλος δεν θα άφηνε ανεκμετάλλευτη. Το έπαθλο των αγώνων ήταν ένα στεφάνι αρχικά από πεύκο και αργότερα από σέλινο μαραμένο, δηλωτικό του ταφικού χαρακτήρα των Ίσθμίων. Ο Παύλος συγκρίνει τον φθαρτό στέφανο από σέλινο με έναν ανώτερο, όταν γράφει στους Κορίνθιους «πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται, εκείνοι μεν ουν ίνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ημείς δε άφθαρτον» (Α' Κορινθίους 9:25). Με την άφιξή του στην Κόρινθο θα γνωρίσει ένα ζευγάρι που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμονή του στη Κόρινθο, αλλά και στο μετέπειτα ιεραποστολικό του έργο, τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα. Ομόεθνοι και ομότεχνοι, σκηνοποιοί στο επάγγελμα, ήρθαν στην Κόρινθο από την Ρώμη μετά από απόφαση του αυτοκράτορα Κλαυδίου να διώξει την εβραϊκή παροικία από την Ρώμη εξαιτίας κάποιου Χρήστου (Chrestus στα λατινικα που αναφέρεται στον Χριστό), όπως μας πληροφορεί ο Σουετώνιος (Κλαύδιος 25, 4, Πράξεις των Αποστόλων 18:2). Το ζευγάρι, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν Χριστιανοί πριν ακόμα έρθουν στην Κόρινθο, συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Παύλο και δούλεψαν μαζί ως σκηνοποιοί. Ο Παύλος σύμφωνα με την πάγια τακτική του αρχίζει να κηρύττει το Ευαγγέλιο στη συναγωγή της Κορίνθου. Τότε ήταν που κατέβηκαν από την Μακεδονία ο Σίλας και ο Τιμόθεος κι ενώθηκαν στο έργο με τον Παύλο. Κάποιοι Ιουδαίοι και προσήλυτοι στην ιουδαϊκή θρησκεία πιστεύουν, ανάμεσά τους ο αρχισυνάγωγος Κρίσπος και ο Τίτιος Ιούστος, που σύμφωνα με το όνομα του πρέπει να ήταν Ρωμαίος πολίτης και το σπίτι του ήταν δίπλα στη συναγωγή. Οι Ιουδαίοι όμως αντιδρούν στο Ευαγγέλιο και ο Παύλος αποφασίζει να στραφεί στους Εθνικούς. Η απόφασή του αυτή ήταν κρίσιμης σημασίας για το Ευαγγέλιο και για τη διακονία του Παύλου. Οι Ιουδαίοι τελικά θα απαρνηθούν το Ευαγγέλιο. Φεύγοντας από τη συναγωγή ο Παύλος χρησιμοποιεί το σπίτι του Τίτιου Ιούστου για την ιεραποστολική του δράση και για τις συνάξεις της Εκκλησίας στην Κόρινθο.

Ανάμεσα σε αυτούς που πίστεψαν ήταν και κάποιος με το όνομαΈραστος και αναφέρεται μαζί με τον Τίτιο Ιούστο «ασπάζεται υμάς Γάιος ο ξένος μου και όλης της εκκλησίας, ασπάζεται υμάς Έραστος ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. 16:23). Στις 15 Απριλίου του 1929 ανακαλύφτηκε μια πέτρα στο οδόστρωμα με την επιγραφή «ERASTVS PRO AEDILITATE S[UA] P[ECUNIA] STRAVIT» που αναφέρεται στη δωρεά του οδοστρώματος από κάποιον Έραστο οικονόμο της πόλης (η ελληνική λέξη οικονόμος έχει την αντίστοιχή της στα λατινικά aedilis). Έτσι ο Έραστος της Κορίνθου, που αναφέρει ο Παύλος, ταυτίζεται με τον Erastvs της επιγραφής.
Στην Κόρινθο οι περισσότεροι πιστοί ήταν εθνικοί και κάποιοι ήταν από ψηλές κοινωνικές τάξεις όπως ο Έραστος. Οι Ιουδαίοι όμως δεν ησυχάζουν βλέποντας τον Παύλο να κηρύττει και θέλουν οπωσδήποτε να του δημιουργήσουν πρόβλημα. Τον Ιούλιο του 51 μ.Χ. (και λιγότερο πιθανό 12 μήνες αργότερα) ο Lucius Junius Gallio ήρθε στην Κόρινθο ως ανθύπατος της Αχαΐας. Ο Γαλλίων (το αρχικό του όνομα ήταν Marcus Annaeus Novatus) ανήκε σε γνωστή ρωμαϊκή οικογένεια που κατάγονταν από την Ισπανία. Ήταν γιος του Marcus Annaeus Seneca, ενός ξεχωριστού δασκάλου της ρητορικής, και ο μικρότερος αδελφός του Lucius Annaeus Seneca, ενός στωικού φιλόσοφου και εκείνη την εποχή δάσκαλου του μελλοντικού αυτοκράτορα Νέρωνα. Λίγο μετά την άφιξη του Γαλλίωνα στην Κόρινθο, οι Ιουδαίοι έφεραν τον Παύλο μπροστά του για να τον δικάσει με την κατηγορία ότι φέρνει δοξασίες ξένες ή πιθανόν και παράνομες για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Γαλλίων αρνήθηκε να δικάσει τον Παύλο με τον ισχυρισμό ότι το θέμα δεν τον αφορούσε μια και επρόκειτο για μια εσωτερική διαμάχη των Ιουδαίων.

Το κατά παράδοση μέρος, το οποίο υποστηρίζεται και από αρχαιολόγους, στο οποίο οδηγήθηκε ο Παύλος μπροστά στον Γαλλίωνα είναι το Βήμα που βρίσκεται στην Αγορά της Κορίνθου. Το Βήμα χρησιμοποιείτο από κρατικούς αξιωματούχους για τις δημόσιες εμφανίσεις τους μπροστά στον κόσμο. Έχει όμως υποστηριχτεί και η άποψη ότι ο Γαλλίων δεν θα συγκαλούσε δικαστήριο σε ένα τόσο δημόσιο μέρος για μια τέτοια υπόθεση. Ένα άλλο πιθανό μέρος, κατά την ίδια άποψη, είναι κάποια Βασιλική Στοά, πιθανώς αυτή που βρίσκεται βόρεια και είναι παράλληλη με το δρόμο προς το Λέχαιο. Εκτός από την Εκκλησία στη Κόρινθο, ο Παύλος θα ιδρύσει και Εκκλησία στις Κεχρεές, σημαντικό στέλεχος της οποίας ήταν η διακόνισσα Φοίβη. Μετά από ενάμισι χρόνο παραμονής στην Κόρινθο, ο Παύλος θα φύγει μαζί με την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα για την Έφεσο. Πίσω του θα αφήσει μια μεγάλη Εκκλησία, που λόγω του πολιτισμικού της περίγυρου θα αποδειχτεί μια δύσκολη Εκκλησία με πολλά προβλήματα. Ο Παύλος θα γράψει τουλάχιστον 3-4 επιστολές προσπαθώντας να λύσει αυτά τα προβλήματα. Μετά από έξι περίπου χρόνια θα επισκεφθεί ξανά την Κόρινθο, κατά τη τρίτη ιεραποστολική του περιοδεία, και θα μείνει στο σπίτι του Γάιου, από όπου και θα γράψει την προς Ρωμαίους επιστολή. Πριν το τέλος του 1ου αιώνα, ο Κλήμης Ρώμης θα στείλει επιστολή στην Εκκλησία της Κορίνθου προσπαθώντας να λύσει κάποια προβλήματα που την ταλάνιζαν. Παρ’ όλα τα προβλήματα, η Εκκλησία, όπως φαίνεται από την επιστολή, βρισκόταν γενικά σε μεγάλη ακμή.
Γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Κορίνθου υπάρχει η σημερινή Αρχαία Κόρινθος. Πρόκειται για μια κωμόπολη 2.500 κατοίκων. Το 80% περίπου των κατοίκων ασχολούνται με αγροτικές εργασίες. Η φημισμένη κορινθιακή σταφίδα που καλλιεργείται επί το πλείστον στην περιοχή εξάγεται στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Αγγλία. Καλλιεργούνται επίσης λεμονιές, πορτοκαλιές και ελιές. Μικρή μερίδα κατοίκων ασχολούνται με τον τουρισμό, καθώς ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Κορίνθου και της περιοχής γενικότερα έχει αρκετό ενδιαφέρον (Ακροκόρινθος, Λέχαιο, Κεγχρεές, ισθμός Κορίνθου, αρχαία Διολκός, κ.α.). Πέντε χιλιόμετρα μακρύτερα υπάρχει η σύγχρονη πόλη της Κορίνθου (30.000 κάτοικοι), καθώς και το αρχαίο λιμάνι του Λέχαιου, δυτικό επίνειο της αρχαίας Κορίνθου.

Κως
Το τρίτο μεγαλύτερο σε έκταση νησί των Δωδεκανήσων στο ανατολικό Αιγαίο, ΝΔ της Μικρά Ασίας. Βρίσκεται ανάμεσα στην Κάλυμνο και τη Νίσυρο και έχει έκταση 290 τ. χλμ. Απέχει από τον Πειραιά 200 ναυτικά μίλια, περίπου 11 ώρες με πλοίο. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Κως, που είναι και το κύριο λιμάνι του νησιού.
Η Κως είναι η πατρίδα του «πατέρα της ιατρικής» Ιπποκράτη, θεμελιωτή της ιατρικής επιστήμης και ιδρυτή της πρώτης ιατρικής σχολής στον κόσμο. Το νησί κατοικήθηκε για πρώτη φορά από Κάρες ή Λέλεγες κι αργότερα από τους Μινωίτες Κρήτες. Τον 14ο π.Χ. αιώνα, εμφανίστηκαν οι Αχαιοί. Τον 7ο π.Χ. αιώνα, η Κως μαζί με τρεις πόλεις της Ρόδου και δύο της Μ. Ασίας συγκρότησαν την περίφημη Δωρική Εξάπολη του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Τον 5ο π.Χ. αιώνα, κατέλαβαν την Κω οι Πέρσες, αλλά μετά την ήττα των τελευταίων στη Σαλαμίνα, το 479 π.Χ., οι Αθηναίοι απελευθέρωσαν το νησί. Το 336 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε το νησί. Ωστόσο, κατά τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα η Κως έγινε ανεξάρτητη και συνδέθηκε πολύ στενά με την Αίγυπτο των Πτολεμαίων. Ο σεισμός του 469 μ.Χ. σήμανε το τέλος της αρχαίας πόλης και την αρχή της παλαιοχριστιανικής περιόδου όπου ειδωλολατρικοί ναοί μετατρέπονται σε χριστιανικές εκκλησίες και ταυτόχρονα ανεγείρονται πολλές βασιλικές. Το 554 μ.Χ. η Κως καταστράφηκε τελείως από ισχυρό σεισμό. Τότε καταστράφηκε και το περίφημο Ασκληπιείο. Στα χρόνια του Βυζαντίου, το νησί είχε μια συνεχόμενη ακμή. Το 1912, η Ιταλία κατέλαβε το νησί, και το 1933 ισοπεδώθηκε από καταστρεπτικό σεισμό. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1948, η Κως ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Τα σημαντικότερα μνημεία του είναι η Αγορά, που το μήκος της ξεπερνά τα 300 μ., τα τείχη της πόλης, ο πλάτανος του Ιπποκράτη, το Ασκληπιείο, το δυτικό Γυμνάσιο, οι βόρειες Θέρμες, οι δυτικές Θέρμες, το αρχαίο Στάδιο, το Ωδείο, το συγκρότημα Παλαιοχριστιανικών Βασιλικών Αγίου Στεφάνου κτίσματα του 5ου-6ου μ.Χ. αιώνα.
Η αναφορά της Κω στην Καινή Διαθήκη συνδέεται με το τρίτο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου και την επιστροφή του στην Ιερουσαλήμ. Ήταν η πρώτη στάση του Παύλου, μετά τη Μίλητο, σ’ ένα «βιαστικό» ταξίδι θέλοντας να φθάσει στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής.
Σήμερα, το νησί της Κω είναι εύφορο και πλούσιο σε βλάστηση. Θεωρείται κατ’ εξοχήν τουριστικό νησί με ήπιο κλίμα και παρατεταμένη ηλιοφάνεια. Οι όμορφες παραλίες το γραφικό λιμάνι και τα ενετικά μνημεία την έχουν αναδείξει σε διεθνές κοσμοπολίτικο τουριστικό κέντρο. Διαθέτει ανεπτυγμένη τουριστική υποδομή καθώς και αεροδρόμιο. Από τα αρχαία χρόνια στο νησί ήταν ανεπτυγμένη η τέχνη της υφαντουργίας και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι κάτοικοί της ασχολούνται επίσης με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έχει περίπου 30.000 κατοίκους.

Μυτιλήνη
Η Μυτιλήνη είναι η πρωτεύουσα και το κυριότερο λιμάνι της Λέσβου, χτισμένη στα ΝΔ παράλια του νησιού και κοντά στα παράλια της Μ. Ασίας. Η πόλη είναι κτισμένη μεταξύ δύο λιμανιών, που στην αρχαιότητα ενώνονταν μεταξύ τους με διώρυγα. Η Λέσβος είναι τρίτο σε έκταση ελληνικό νησί στο ΒΑ Αιγαίο με έκταση 1.630 τ. χλμ. και απέχει από τον Πειραιά 188 ναυτικά μίλια (12 ώρες περίπου).
Το νησί κατοικήθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 3000 π.Χ. από κάποια μικρασιατική φυλή συγγενική με τους Τρώες. Οι πρώτοι Έλληνες, που εγκαταστάθηκαν εκεί γύρω στο 1000 π.Χ., ήταν οι Αιολείς. Τον 6ο π.Χ. αιώνα, επί τύραννου Πιττακού, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, άνθησε η ποίηση, με την εμφάνιση του Αλκαίου και της περίφημης Σαπφούς, που δημιούργησαν τη μελική ποίηση, καθώς και του κιθαρωδού Αρίωνα, που θεωρείται πατέρας του διθυράμβου. Παράλληλα με τις τέχνες, οι Λέσβιοι επιδόθηκαν και στο εμπόριο. Το 492 π.Χ. οι Πέρσες υπέταξαν τη Λέσβο. Μετά την ήττα των Περσών στους Μηδικούς Πολέμους, το 479 π.Χ., το νησί απελευθερώθηκε και εντάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Το 338 π.Χ. είναι στο πλευρό του Φιλίππου της Μακεδονίας κατά των Περσών και μετά του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα, η Λέσβος περιήλθε στους Πτολεμαίους της Αιγύπτου και το 79 π.Χ. καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, το νησί αποτελούσε πολυτελή τόπο εξορίας. Εδώ έζησαν εξόριστοι η Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη, ο Συμεών ο Μάγιστρος, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος και άλλοι. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η Λέσβος παρέμεινε υπό οθωμανική κατοχή. Κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το νησί. Έκτοτε, η Λέσβος ανήκει στην Ελλάδα. Τα πρώτα μνημεία της χριστιανικής Λέσβου είναι τα υπάρχοντα λείψανα Κατακόμβης-Μαρτυρίου. Το Μαρτύριο το χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί της Μυτιλήνης στα χρόνια των διωγμών για να ενταφιάζουν τους μάρτυρες. Ανήκει στον 3ο αιώνα μ.Χ. καθώς έχει σχήμα σταυρού. Αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα, χτίζονται οι περίφημες Βασιλικές, δείγμα της ακμής του Χριστιανισμού στη Μυτιλήνη. Μερικά από τα αξιόλογα αρχαιολογικά μνημεία είναι το Βυζαντινό κάστρο, που κατασκευάσθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, το αρχαίο θέατρο - ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας (χωρητικότητας 15.000 θέσεων), το απολιθωμένο δάσος (δημιουργήθηκε πριν από 16-22 εκατομμύρια χρόνια), παλαιοχριστιανικές εκκλησίες καθώς και περίφημες Βασιλικές. Στην Κ. Διαθήκη αναφέρεται ότι από το λιμάνι της απέπλευσε ο Παύλος με τους συντρόφους του για τη Χίο, κατά την επιστροφή του από το τρίτο ιεραποστολικό ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Δεν αναφέρεται πουθενά η ύπαρξη χριστιανικής εκκλησίας την εποχή εκείνη.
Σήμερα, η Μυτιλήνη είναι μια μεγάλη πόλη με όμορφα αρχοντικά και νεοκλασικά σπίτια. Συγχρόνως είναι και το βασικό λιμάνι του νησιού, με 54.000 κατοίκους περίπου. Η Λέσβος είναι ένα καταπράσινο νησί με πλούσια βλάστηση. Το νησί προσφέρεται για τουρισμό όλο το χρόνο, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, την αλιεία και φυσικά τον τουρισμό. Από τα τοπικά προϊόντα ονομαστό είναι το λάδι και το λαδοτύρι, τα γαλακτοκομικά, τα κρέατα και φυσικά το ξακουστό σε όλο το κόσμο ούζο. Κυριότερα μέρη του νησιού είναι εκτός της Μυτιλήνης, η Βαρειά, το Πλωμάρι, η Θερμή, η Ερεσός, το Σίγρι, ο Μόλιβος, ο Αγιάσσος, η Καλλονή.

Νικόπολις
Αν και υπήρχαν και άλλες πόλεις με το ίδιο όνομα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για την πόλη που βρίσκεται 6 χιλιόμετρα βόρεια της Πρέβεζας στη ΝΔ άκρη της Ηπείρου, στη στενή λωρίδα μεταξύ του Ιονίου πελάγους και του Αμβρακικού κόλπου. Ήταν κόμβος επικοινωνίας μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, Ηπείρου και Ακαρνανίας με τρία λιμάνια, τον Κόμαρο, το Βαθύ και πιθανόν το ανατολικό λιμάνι στη θέση Μάζωμα.

Η Νικόπολη ιδρύθηκε από τον Οκταβιανό το 31 π.Χ. μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) σε ανάμνηση της νίκης του κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας και καλείτο Actia Nicopolis. Ιδρύθηκε ως «ελευθέρα» ελληνική πόλη με Έλληνες πολίτες που βίαια μεταφέρθηκαν από άλλες πόλεις της Ηπείρου. Η πόλη γρήγορα εξελίχτηκε σε μεγάλη πόλη με πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους. Εκτός από τους Έλληνες άλλων περιοχών στην πόλη εγκαταστάθηκαν και Ρωμαίοι πολίτες, αλλά και αρκετοί Εβραίοι, όπως μαρτυρείται από την ύπαρξη ανθούσας συναγωγής το 2ο αιώνα μ.Χ. Το 89 μ.Χ. μετέβη στην πόλη ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος, όπου και δίδαξε μέχρι το θάνατο του το 135 μ.Χ. περίπου.
Μεγάλη ανάπτυξη είχε ο χριστιανισμός στην πόλη την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (324-337) και οι επίσκοποι και μητροπολίτες της επαρχίας της Παλαιάς Ηπείρου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις εκκλησιαστικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας και στις έριδες Ανατολής και Δύσης. Έχουν ανακαλυφθεί 6 Βασιλικές, σπουδαιότερες από τις οποίες είναι η πεντάκλιτη Βασιλική Αλκίσωνος (Βασιλική Β) του 5ου αιώνα μ.Χ. διαστάσεων 69Χ31 μέτρα, και η τρίκλινη Βασιλική Δουμετίου (Βασιλική Α) διαστάσεων 55Χ35 μέτρα.

Η Νικόπολη αναφέρεται στην Προς Τίτον επιστολή του απ. Παύλου: «Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τύχικον, σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν, εκεί γαρ κέκρικα παραχειμάσαι» (εδ. 3:12). Για τη χρονική περίοδο της επίσκεψης του Παύλου στη Νικόπολη δεν έχουμε πολλά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Σεβ. Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιου, η αλληλουχία των γεγονότων της επίσκεψης του Παύλου στη Νικόπολη πρέπει να είναι η παρακάτω μετά την πρώτη φυλάκισή του στην Ρώμη: Ο Καίσαρ Νέρων κήρυξε τον Παύλο αθώο και τον άφησε ελεύθερο (άνοιξη 64 μ.Χ.). Αμέσως ο Παύλος ξεκίνησε τη Δ' περιοδεία του ξεκινώντας από την Ισπανία. Στη συνέχεια πήγε στην Κρήτη (64-65 Καλοκαίρι-Χειμώνας). Μετά από την Κρήτη πήγε στην Έφεσο και από την περιοχή της Ασίας έστειλε την πρώτη επιστολή στον Τιμόθεο, όπου του λέει «πορευόμενος εις Μακεδονίαν, παρακάλεσά σε προσμείναι εν Εφέσω» (Α' Τιμ. 1:3). Πηγαίνοντας στη Μακεδονία πρώτα πέρασε από τη Μίλητο όπου και άφησε τον Τρόφιμο «ασθενούντα» (Β' Τιμ. 4:20) και μετά από την Κόρινθο όπου έμεινε ο Έραστος (Β' Τιμ. 4:20). Έπειτα πήρε τον δρόμο για τη Μακεδονία, πιθανώς το καλοκαίρι του 65 μ.Χ. Τότε είναι που γράφει και στον Τίτο ότι σκοπεύει να ξεχειμωνιάσει στη Νικόπολη το χειμώνα του 65-66 μ.Χ. (Παύλος, Πρώτος μετά τον Ένα, εκδόσεις: Κλάδος Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2001, σελ. 73εξ.).

Η Νικόπολη της Ηπείρου ήταν σημαντικότατη πόλη η οποία μάλιστα είχε ανακηρυχτεί από τον καίσαρα Νέρωνα (54-68) πρωτεύουσα μιας μεγάλης διοίκησης που άρχιζε από τα βόρεια παράλια του Κορινθιακού κόλπου, περιελάμβανε την Αιτωλία, Ακαρνανία, Ήπειρο, Δαλματία και προς ανατολάς εκτεινόταν μέχρι τη Λυχνιδό, τα σημερινά Σκόπια. Ήταν λοιπόν μεγάλο διοικητικό κέντρο, κομβικό λιμάνι ανάμεσα στην Ιταλία και τα Βαλκάνια και ταυτόχρονα σημαντικό κέντρο πολιτισμού. Φαίνεται ότι ο Παύλος έβλεπε την πόλη ως το κέντρο της ιεραποστολικής του δράσης στην ευρύτερη περιοχή Ιλλυρικού. Στη Β' Προς Τιμόθεο Επιστολή, που πιθανώς γράφτηκε μετά την Προς Τίτο επιστολή, μαθαίνουμε ότι ο Τίτος βρισκόταν και δρούσε στη Δαλματία, στοιχείο που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έγινε η συνάντηση του Παύλου με τον Τίτον στην Νικόπολη και στη συνέχεια ο Τίτος στάλθηκε στη Δαλματία. Χωρίς να είμαστε απολύτως βέβαιοι για την επίσκεψη του Παύλου στη Νικόπολη οι πληροφορίες της Κ. Διαθήκης μας οδηγούν στα παραπάνω συμπεράσματα. Η τοπική παράδοση τοποθετεί το πρώτο κήρυγμα του Παύλου στο «λιθάρι» (15 χλμ. ανατολικά της Πρέβεζας), όπου και υπάρχει εκκλησία προς τιμήν του Παύλου. Στις 29 Ιουνίου στη μνήμη του Απόστολου λαμβάνει χώρα μεγάλο πανηγύρι.
Δίπλα στους αρχαιολογικούς χώρους της αρχαίας Νικόπολις και πάνω από το αρχαίο στάδιο υπάρχει το σημερινό χωριό. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 οι κάτοικοι ανέρχονται στους 343 και ασχολούνται στη συντριπτική πλειοψηφία με αγροτικές εργασίες.


Πάτμος
Η Πάτμος είναι νησί του Νοτίου Αιγαίου, στην επαρχία Καλύμνου, το βορειότερο του νομού Δωδεκανήσου. Βρίσκεται βορειοδυτικά της Λέρου και νότια της Ικαρίας. Έχει σχήμα ακανόνιστο, με έκταση μόλις 34 τ. χλμ. και μήκος ακτών 63 χλμ. Το έδαφος του νησιού είναι κυρίως ημιορεινό. Τους άγονους λόφους διαδέχονται μικρές πεδιάδες και οι δεκάδες προεξοχές της δαντελωτής ακτογραμμής σχηματίζουν αμέτρητους γραφικούς κόλπους και λιμανάκια. Το νησί έχει κυρίως ξηρό κλίμα καθώς επικρατούν συχνά βόρειοι άνεμοι. Απέχει από τον Πειραιά 161 ναυτικά μίλια (9-10 ώρες με πλοίο).
Η Πάτμος ήταν γενικά ένα άσημο νησί με λίγους κατοίκους. Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι Κάρες που τους διαδέχθηκαν οι Ίωνες. Ερείπια τειχών του 4ου π.Χ. αιώνα μαρτυρούν την ύπαρξη οχυρωμένης πόλης στο Καστέλι. Αρχαιολογικά ευρήματα δηλώνουν ότι λατρεύτηκαν οι αρχαίοι θεοί Άρτεμις και Απόλλωνας. Το νησί χρησιμοποιούταν ως τόπος εξορίας τόσο κατά την Ρωμαϊκή περίοδο όσο και κατά την πρώιμη βυζαντινή. Χρησιμοποιήθηκε επίσης επανειλημμένα ως καταφύγιο ή και ορμητήριο Αράβων πειρατών. Το 1088 το νησί παραχωρήθηκε με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α' Κομνηνού (1081-1118) στον όσιο Χριστόδουλο ο οποίος και ίδρυσε τη μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Μετά την Δ' σταυροφορία (1204) η Πάτμος περιήλθε στους Βενετούς (1207) και παρέμεινε σε αυτούς μέχρι την κατάληψη της από τους Τούρκους. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453) κατέφυγαν σε αυτό πρόσφυγες από την Θράκη, και μετά την υποταγή της Κρήτης στους Τούρκους (1669) πρόσφυγες από την Κρήτη. Το 1461 ο πάπας έθεσε την Πάτμο υπό την προστασία του και το 1713 το μοναστήρι ίδρυσε την Πατμιάδα Σχολή. Προσαρτίστηκε τελικά στην Ελλάδα το 1947. Το 1981 η Ελληνική Βουλή με νόμο που ψήφισε ανακήρυξε την Πάτμο ιερό νησί και το1999 η Πάτμος συμπεριλαμβάνεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στο οποίο υπάγεται θρησκευτικά το νησί διοργάνωσε λαμπρές τελετές το 1988 για τα 900 χρόνια από την ίδρυση της Μονής του Θεολόγου και το 1995 για τα 1900 χρόνια από τη συγγραφή του βιβλίου της Αποκάλυψης.
Το νησί έγινε γνωστό από τη διαμονή του ευαγγελιστή Ιωάννη που εξορίστηκε σ' αυτό επί αυτοκράτορα Δομητιανού (81-96 μ.Χ.) όπως μαρτυρεί ο Ειρηναίος (Contra Haereses 5.30.3). Ο ιστορικός Ευσέβιος στο Χρονικό του τοποθετεί την εξορία του Ιωάννη στο 14ο της βασιλείας του Δομητιανού (94 η 95 μ.Χ.). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει χαρακτηριστικά: «Εγώ Ιωάννης, ο και αδελφός υμών και συγκοινωνός εν τη θλίψει και βασιλεία και υπομονή εν Ιησού, εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω, δια τον Λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν μεγάλην ως σάλπιγγος λεγούσης» (Αποκ. 1:9-10). Την Κυριακή ημέρα λοιπόν ο Ιησούς αποκαλύπτεται στον Ιωάννη μέσα από μια εκστατική εμπειρία, και του λέει να γράψει «α είδες και α εισίν και α μέλλει γενέσθαι μετά ταύτα» (Αποκ. 1:19). Το βιβλίο της Αποκάλυψη μιλάει για τη μάχη του καλού με το κακό και την τελική επικράτηση του καλού. Αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβαιναν τότε που έγραφε την Αποκάλυψη ο Ιωάννης αλλά και σε γεγονότα που πρόκειται να συμβούν. Η επιστολή ανήκει στην αποκαλυπτική γραμματεία και δανείζεται τη γλώσσα της για να μεταφέρει τα μηνύματα της σε μια εποχή που η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αρχίζει να συνειδητοποιεί την οντότητα του χριστιανισμού και να παίρνει εχθρική στάση απέναντί του. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο Ιησούς όχι ως ένα αρνί σφαγμένο αλλά ως ο δοξασμένος κυρίαρχος Ιησούς, ένας δυνατός στρατηλάτης. Στα επόμενα δύο κεφάλαια ο Ιησούς απευθύνει επιστολές σε επτά εκκλησίες και ως ένας καλός στρατηλάτης προετοιμάζει τον στρατό του για να είναι μάχιμος και άξιος της μάχης που δίνεται στον κόσμο. Στα επόμενα κεφάλαια περιγράφεται η μάχη, νικητής της οποίας είναι ο Ιησούς και ο Λαός του.

Η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου είναι κτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, αντίκρυ στο λιμάνι της Σκάλας και αγκαλιάζεται ασφυκτικά από το πάλλευκο οικισμό της χώρας. Άρχισε να οικοδομείται, πιθανώς στη θέση ναού της θεάς του κυνηγιού Αρτέμιδος, από τον όσιο Χριστόδουλο το 1088 μ.Χ., ο οποίος όταν πήγε στο νησί ήταν σχεδόν έρημο. Την μεγάλη έμφαση στην ασφάλεια που είχε δοθεί στη μονή μπορεί κανείς εύκολα να την αντιληφθεί από τη μορφή φρουρίου που έχει εξωτερικά. Το τεράστιο κτίσμα, που τα τείχη του το περιβάλλουν, έχει ύψος 15 μέτρα έχει μόνο δύο πόρτες πάνω από τις οποίες υπάρχει ο λεγόμενος φονιάς, ένα είδος εξώστη που επέτρεπε τους αμυνόμενους να ρίχνουν από ψηλά ζεματιστό λάδι για να αποτρέψουν την είσοδο στην μονή των εχθρών. Στο εσωτερικό η αρχιτεκτονική που ακολουθείται είναι κάπως ελεύθερη αν και τα κελιά των μοναχών είναι χτισμένα γύρω από το καθολικό, σύμφωνα με την βυζαντινή αρχιτεκτονική. Η μονή είναι ένα πολυεπίπεδο και δαιδαλώδες κτιριακό συγκρότημα, μια μορφή που είναι αποτέλεσμα προσθηκών και διαμορφώσεων χώρων σύμφωνα με τις ανάγκες που προέκυπταν, όπως επίσης και λόγω της ιδιαιτερότητας του βραχώδους εδάφους. Τα κτίσματα έχουν πολλά στοιχεία από την παραδοσιακή νησιώτικη αρχιτεκτονική. Το καθολικό και τα παρεκκλήσια κοσμούν σημαντικές βυζαντινές αγιογραφίες. Στο μουσείο της μονής μπορεί κάποιος να δει σημαντικά κειμήλια και βυζαντινά έργα τέχνης όπως σκεύη αργυροχρυσοχοΐας, χρυσοποίκιλτα άμφια και πλουσιότατη συλλογή εικόνων. Σημαντική είναι και η βιβλιοθήκη της μονής οργανωμένη με τις σύγχρονες μεθόδους βιβλιοθηκονομίας και περίπου 1000 περγαμηνές.
Το σπήλαιο της Αποκάλυψης, όπου σύμφωνα με την παράδοση διέμεινε ο Ιωάννης κατά την παραμονή του στην Πάτμο, βρίσκεται στη μέση της πλαγιάς ενός λόφου, που ξεκινάει από την Σκάλα και φτάνει μέχρι την Χώρα. Το σπήλαιο ανακαινίσθηκε από τον όσιο Χριστόδουλο όταν ήλθε στην Πάτμο, για τις ανάγκες της λατρείας των πιστών. Σήμερα το νότιο τμήμα του έχει μετατραπεί σε ναό. Για να φτάσει κάποιος στο σπήλαιο κατεβαίνει 43 σκαλοπάτια και από το φως στο ημίφως του σπηλαίου είναι μια μετάβαση σε μια άλλη διάσταση. Σήμερα στο σπήλαιο υποδεικνύεται ο τόπος της κατακλίσεως του Ιωάννη, το σημείο στο οποίο ο Ευαγγελιστής ακουμπούσε το κεφάλι του και ένα κοίλωμα στο βράχο από το οποίο πιανόταν για να σηκωθεί. Υποδεικνύεται επίσης μια σχισμή στο βράχο από όπου ο Ιησούς υπαγόρευε στον Ιωάννη την Αποκάλυψη.
Η Πάτμος σήμερα κατοικείται από 3.000 μόνιμους κατοίκους περίπου, οι οποίοι ασχολούνται στην πλειονότητά τους με τον τουρισμό. Το νησί προσφέρεται για ήσυχες διακοπές. Συνδέεται καθημερινά με τον Πειραιά με μεγάλα ferry boats. Κοντινά διεθνή αεροδρόμια είναι της Σάμου και της Κω. Το οδικό δίκτυο του νησιού είναι στην πλειονότητα του ασφαλτοστρωμένο και σε πολύ καλή κατάσταση. Από την Πάτμο μπορεί κανείς να επισκεφθεί με ημερήσιες εκδρομές τα γραφικά μικρά νησάκια Λειψούς, Αρκιοί.

Ρόδος
Το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων και το τέταρτο στην Ελλάδα μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Μυτιλήνη (Λέσβο). Βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του Αιγαίου, 10 μίλια απέναντι από τα ΝΔ παράλια της Μικρά Ασίας. Η έκτασή της είναι 1.398 τ. χλμ. και απέχει από τον Πειραιά 250 ναυτικά μίλια (14 περίπου ώρες). Η πόλη της Ρόδου είναι η πρωτεύουσα του νομού Δωδεκανήσου και βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού.
Η Ρόδος που κατοικείται από τη νεολιθική εποχή, αποτελούσε μινωική αποικία μέχρι το 15ο π.Χ. αιώνα, οπότε εμφανίστηκαν στο νησί οι Αχαιοί. Τον 11ο π.Χ. αιώνα, τους Αχαιούς ακολούθησαν Δωριείς. Το 408 π.Χ., χτίσθηκε η πόλη από τον αρχιτέκτονα Ιππόδαμο. Το 305-304 π.Χ., μετά την επιτυχή αντίσταση τους στον Μακεδόνα βασιλιά Δημήτριο Α' τον Πολιορκητή, κατασκεύασαν το περίφημο χάλκινο άγαλμα, τον Κολοσσό της Ρόδου, ύψους 35 μέτρων στην είσοδο του λιμανιού, που θεωρήθηκε ένα από τα 7 θαύματα της αρχαιότητας. Δυστυχώς, το 227 π.Χ., στη διάρκεια ενός καταστρεπτικού σεισμού ο Κολοσσός κατέρρευσε.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους, στο νησί σπούδασαν πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι, όπως ο Κικέρων, ο Πομπήιος, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Βρούτος. Στα βυζαντινά χρόνια, οι Ρόδιοι υπέφεραν από πειρατές. Το 653 μ.Χ., Σαρακηνοί που επέδραμαν στο νησί διέλυσαν τον Κολοσσό και πούλησαν τα κομμάτια. Το 1246, το νησί πέρασε στα χέρια της Γένοβας και το 1261 το ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί. Το 1523 οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί και το 1912 οι Ιταλοί. Τέλος, το 1948 η Ρόδος ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Τα σημαντικότερα μνημεία του νησιού είναι τα Ενετικά τείχη στη δεξιά πλευρά του λιμανιού και μέσα σ’ αυτά η Οδός των Ιπποτών και το Ανάκτορο του Μεγάλου Μαγίστρου ή Καστέλλο, τα αγάλματα του Ελάφου και της Ελαφίνας στην περιοχή Μανδράκι κ.α.

Η αναφορά της Ρόδου στην Κ. Διαθήκη συνδέεται με το 3ο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου και την επιστροφή του στην Ιερουσαλήμ. Ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός από την Κω στα Πάταρα. Το αρχαίο λιμάνι της Ρόδου στο οποίο αγκυροβόλησε το πλοίο είναι κοντά στην πόλη.
Το νησί του ήλιου, όπως είναι γνωστή η Ρόδος, είναι από τα πιο πλούσια και πιο σπουδαία κοσμοπολίτικα τουριστικά κέντρα της Ευρώπης. Οι οργανωμένες γαλάζιες παραλίες της είναι από τις καλύτερες της Μεσογείου. Οι κάτοικοι της ασχολούνται κυρίως με τον τουρισμό. Αρκετοί πάντως είναι επιδέξιοι αγγειοπλάστες και κεραμοποιοί, ενώ ασχολούνται με τη καλλιέργεια δημητριακών, κηπευτικών, εσπεριδοειδών καθώς και την κτηνοτροφία. Κυριότερα μέρη του νησιού είναι ή Ρόδος, η Λίνδος, το Φαληράκι, Ιαλυσός, η Κάμιρος, η Αφάντου.

Σαλμώνη (Σίδερος)
Η Σαλμώνη είναι ακρωτήριο, το ανατολικότερο σημείο της Κρήτης, στο νομό Λασιθίου. Η σημερινή ονομασία του ακρωτηρίου είναι Σίδερος ή Κάβος Σίδερο. Η άκρη του ακρωτηρίου απέχει 35 χιλιόμετρα από τη πόλη τη Σητείας και 8 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Ιτάνου. Από τον Πτολεμαίο τοποθετήθηκε μεταξύ Ιτάνου (παρά το Παλαίκαστρο Ερημοπόλεως) και Μίνωος (παρά την Παχιά Άμμο). Άλλες αρχαίες ονομασίες ήταν Σαλμώνιον, Σαμώνιον, Σαλμωνίς άκρα.
Διαβάζουμε στην Κ. Διαθήκη ότι κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του απ. Παύλου προς τη Ρώμη, το πλοίο πέρασε κοντά από το ακρωτήριο της Σαλμώνης. Η πορεία αυτή σίγουρα δεν ήταν προσχεδιασμένη από τον πλοίαρχο. Και τούτο γιατί υπήρχε πιο σύντομος δρόμος από την Κίνδο της Μικράς Ασίας μέσω του νότιου Αιγαίου προς την Ιταλία. Εξαιτίας, όμως, των αντίθετων ΒΔ ανέμων παρασύρθηκε προς τα ΝΔ (Πράξ. 27:7) και έτσι αναγκάστηκε να περάσει κοντά από το ακρωτήριο, και κατόπιν πλέοντας κατά μήκος της νότιας ακτής της Κρήτης να φτάσει στο λιμάνι των Καλών Λιμένων (Πραξ. 27:8).
Σήμερα, στην άκρη του ακρωτηρίου σήμερα υπάρχει το στρατόπεδο «Κυριαμαίου» που είναι βάση του Πολεμικού Ναυτικού, συνεπώς θεωρείται απαγορευμένη περιοχή. Στην άκρη του στρατοπέδου υπάρχει το εκκλησάκι του αγίου Ισίδωρου και φάρος. Λίγα μέτρα πριν την απαγορευμένη περιοχή όπου βρίσκεται η στενότερη λωρίδα του ακρωτηρίου, υπάρχουν τρεις όρμοι η νότια και βόρεια Τέντα και η Τεντοπούλα. Στο κόλπο της νότιας Τέντας υπάρχουν ιχθυοκαλλιέργειες, ενώ η περιοχή προσφέρεται για ψάρεμα. Ακριβώς απέναντι από το ακρωτήριο υπάρχει η βραχονησίδα Ελάσα. Στον αρχαιολογικό χώρο της Ιτάνου (κατά την αρχαιότητα υπήρξε σπουδαίος σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου) μπορεί κανείς να δει την παλαιοχριστιανική εκκλησία στην ανατολική ακρόπολη και τους δυο παλαιοχριστιανικούς ναούς στους πρόποδες του λόφου που οδηγεί στο Βάι. Επίσης υπάρχει η καταπληκτική αμμώδης παραλία της Ερημούπολης.

Σαμοθράκη

Η Σαμοθράκη, με έκταση 178 τ. χλμ., είναι νησί του ΒΑ Αιγαίου πελάγους και βρίσκεται απέναντι από τον κόλπο του Σάρου, ΒΔ της Ίμβρου και σε απόσταση 32 ναυτικών μιλίων από την Αλεξανδρούπολη. Η ονομασία Σαμοθράκη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «σάος» που σημαίνει ύψος. Το μοναδικό λιμάνι του νησιού είναι ο Λιμήν Δημητρίου, που σήμερα ονομάζεται Καμαριώτισσα. Έχει γίνει παγκοσμίως γνωστή από το περίφημο άγαλμα της Νίκης που κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου.
Το νησί είχε ήδη κατοικηθεί από τα νεολιθικά χρόνια. Οι κάτοικοί του ανήκαν στα θρακικά φύλα που την εποχή αυτή κυριαρχούσαν στα ανατολικά Βαλκάνια. Χάρη στη γεωγραφική του θέση απέκτησε μεγάλη σημασία και ήδη από την αρχαϊκή εποχή λειτούργησε ως ναυτική βάση και έλεγχε τον πλου προς τον Εύξεινο πόντο μέσω του Ελλήσποντου. Το 513 π.Χ. αναγκάζεται να αναγνωρίσει την περσική κυριαρχία, ενώ το 477 π.Χ. γίνεται μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και λίγα χρόνια αργότερα περνάει στους Σπαρτιάτες. Μετά την Ανταλκίδειο Ειρήνη, του 387 π.Χ., ανέκτησε την ανεξαρτησία της, αλλά έχασε τη δύναμή της και μεταβλήθηκε σε ακόλουθο των εκάστοτε ισχυρών δυνάμεων: των Αθηναίων, των Λακεδαιμονίων και των Μακεδόνων. Στην αρχαία ιστορία τη συναντάμε και ως Σαόνησος, Λευκοσία, Λευκανία, Λευκωνία, Δαρδανία, Ηλεκρίς.
Πολύ γνωστό και μεγάλης σημασίας ήταν το ιερό των μεγάλων θεών ή Σαμοθρακών ή Καβείρων, που υπήρχε από την εποχή των θρακικής καταγωγής, κατοίκων του νησιού. Το ιερό βρίσκεται στο βόρειο μέρος του νησιού στην Παλαιόπολη, 6,5 χλμ. από την Καμαριώτισσα και έχει έκταση 50 στρέμματα.
Πρόκειται για ένα διεθνές ιερό, όπως εκείνο των Δελφών, και αποτελούσε το μεγάλο θρησκευτικό κέντρο του νησιού, που ήταν προστατευόμενο μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή και το τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν πια εδραιώθηκε ο Χριστιανισμός. Στο ιερό αυτό λατρευόταν η Μεγάλη Μητέρα που στο τοπικό ιδίωμα ονομαζόταν Αξίερος και που αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Δήμητρα. Πάρεδρος της μεγάλης μητέρας ήταν ο ιθυφαλλικός θεός της γονιμότητας, που οι ντόπιοι ονόμαζαν Καδμίλο ή Κασμίλο και που αργότερα οι Έλληνες ταύτισαν με τον Ερμή. Ακόλουθοι και των δύο ήταν δύο νεαροί γυμνοί ιθυφαλλικοί δαίμονες που λέγονταν Κάβειροι. Μερικές από τις άλλες θεότητες που λατρεύονταν ήταν ο Άδης και η Περσεφόνη (χθόνιες θεότητες που ονομάζονταν Αξιόκερσος και Αξιόκερσα), η Εκάτη και η Αφροδίτη. Τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών είχαν από τον 5ο αιώνα π.Χ. αποκτήσει μεγάλη φήμη και παρουσίαζαν πολλά κοινά σημεία με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Υπήρχαν δύο βαθμοί μύησης (η μύησης και η εποπτεία) και οι μυημένοι σε αυτά, που μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε, είχαν την ελπίδα της καλοζωίας, της ηθικής βελτίωσης και της ευτυχισμένης μεταθανάτιας ζωής. Σ’ αυτό το ιερό γνώρισε ο Φίλιππος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, την Ολυμπιάδα την οποία και παντρεύτηκε. Ήταν και οι δύο μυημένοι στα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών. Στο νησί υπάρχουν δύο παλαιοχριστιανικές. Η παλαιοχριστιανική Βασιλική της Παλαιόπολης βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του αρχαίου λιμανιού και χτίσθηκε σε ανάμνηση της απόβασης του απ. Παύλου στο νησί. Η παλαιοχριστιανική Βασιλική της Καμαριώτισσας δε διασώζεται. Επίσης υπάρχουν ερείπια υστεροβυζαντινών ναών, όπως του Αγ. Κωνσταντίνου και της Παναγίας Γαλατιανής.
Η Κ. Διαθήκη αναφέρει ότι ο Παύλος μαζί με τη συνοδεία του, το Σίλα, τον Τιμόθεο και τον Λουκά ξεκινούν από την Τρωάδα για τη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα. Το ταξίδι τους θα διαρκέσει δύο μέρες με ενδιάμεσο σταθμό τη Σαμοθράκη (Πράξ. 16:11). Την ίδια διαδρομή θα κάνει πάλι ο Παύλος από τη Νεάπολη αυτή τη φορά στην Τρωάδα (Πράξ. 20:6). αλλά τότε θα διαρκέσει πέντε μέρες. Φαίνεται πως τώρα ο καιρός είναι ευνοϊκός για το ταξίδι τους. Το καράβι άραξε στο μοναδικό λιμάνι του νησιού, την Καμαριώτισσα, όπου αργότερα, σύμφωνα με την παράδοση, κτίστηκε προς τιμήν της επισκέψεως του Παύλου παλαιοχριστιανική Βασιλική, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του αρχαίου λιμανιού. Δεν ξέρουμε αν κατέβηκε στο νησί ή απλώς περίμενε στο καράβι να περάσει το βράδυ για να αποπλεύσει το άλλο πρωί προς τη Μακεδονία. Η καινούργια μέρα θα σηματοδοτούσε την αρχή μιας μεγάλης ιστορικής αλλαγής στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Σήμερα, η Σαμοθράκη παρουσιάζει μοναδικό φυσικό πλούτο και ομορφιά ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της. Τα δάση της είναι γεμάτα βελανιδιές, πλατάνια, καστανιές και κέδρα. Στο νότιο τμήμα κυριαρχούν οι θάμνοι όπως μυρτιές, πικροδάφνες, μέντα και θυμάρι. Το Φεγγάρι είναι η τρίτη ψηλότερη κορυφή του Αιγαίου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι υδροβιότοποι του νησιού με την εμφάνιση αρκετών αποδημητικών πουλιών. Στη Σαμοθράκη έχουν καταγραφεί πάνω από 90 είδη πουλιών, μερικά από αυτά σπάνια όπως ο χρυσαετός. Η Σαμοθράκη απαριθμεί σήμερα 3.000 κατοίκους περίπου, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, και παράλληλα με την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία και την αλιεία. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ο τουρισμός, με τον οποίο οι κάτοικοί της ασχολούνται τους καλοκαιρινούς μήνες. Μερικά από τα αξιοθέατα του νησιού είναι οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μεσαιωνικά κάστρα, βυζαντινά εξωκλήσια, εκκλησίες, νερόμυλοι. Το νησί προσφέρεται για ήσυχες και ανέμελες διακοπές. Συνδέεται ακτοπλοϊκά με την Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα, τη Λήμνο και το Λαύριο.

Σάμος
Η Σάμος είναι νησί του Β.Α. Αιγαίου, εκτείνεται ανατολικά του Ικάριου πελάγους, έχει έκταση 476 τ. χλμ. και απέχει από τον Πειραιά 175 ναυτικά μίλια (περίπου 9 ώρες με πλοίο). Βρίσκεται νότια της Χίου και βόρεια των Δωδεκανήσων και απέχει περίπου 1.500 μέτρα από τις τουρκικές ακτές (πορθμός της Σάμου ή στενό της Μυκάλης, ή Επταστάδιος πορθμός την αρχαία εποχή). Το συνολικό μήκος των ακτών της είναι 159,3 χλμ. Υπάγεται διοικητικά μαζί με τα νησιά Ικαρία και Φούρνοι στο Νομό Σάμου. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Σάμος ή Βαθύ με 8.000 περίπου κατοίκους.

Οι Φοίνικες της έδωσαν το πρώτο όνομα Σάμος. Το όνομα της, ετυμολογικά σχετίζεται με την ασιατικής προέλευσης λέξη «Σάμα» που σημαίνει τόπος υψηλός. Ο μύθος λέει, ότι το νησί αναδύθηκε από τα νερά του ΝΑ Αιγαίου. Υπήρξε γνωστή σαν έδρα της λατρείας της Ήρας. Άλλα αρχαία ονόματα της είναι: Ιμβρασία, Δόρυσσα, Δρυούσσα, Παρθενία, Ανθεμίς, Μελάμφυλλος και Φυλλάς. Η Σάμος εποικίστηκε γύρω στο 3000 π.Χ., αρχικά από τους Πελασγούς και αργότερα από Κάρες της Μικράς Ασίας. Ο Ηρόδοτος ιστορεί ότι ο Όμηρος επισκέφθηκε τη Σάμο την περίοδο 1130-1120 π.Χ. Γύρω στο 1000 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στο νησί Ίωνες. Η ακμή της Σάμου συνδέεται με τον τύραννο Πολυκράτη (532-522 π.Χ.) όπου μαζί με τα γράμματα και τις τέχνες αναπτύχθηκε και η ναυτική δύναμη και «εμεγαλύνθη καταστάσα πολίων πασέων πρώτη Ελληνίδων και βαρβάρων». Η επέκταση των τειχών, η ανακαίνιση του θεάτρου, η κατασκευή του λιμένα που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως «χώμα εν θαλάσση», είναι ιστορικά μνημεία της εποχής αυτής. Στη Σάμο έζησαν ο μαθηματικός Πυθαγόρας, ο αστρονόμος Αρίσταρχος, «όστις πρώτος υπώπτευσεν ότι η γη κινείται περί τον ήλιον», οι αρχιτέκτονες Ροίκος και Θεόδωρος, που το 570 π.Χ. έκτισαν το ναό του Ηραίου. Μετά το θάνατο του Πολυκράτη, η Σάμος κατέρρευσε οικονομικά και υποτάχθηκε στους Πέρσες. Το 129 π.Χ., η Σάμος υποτάχθηκε στη Ρώμη. Το 1204, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, η Σάμος πέτυχε αναγνώριση της εξουσίας της από τον Σουλτάνο. Το 1247, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το νησί, το οποίο όμως από το 1342 πέρασε στους Τούρκους. Μετά από καταστροφικούς σεισμούς και αρρώστιες οι κάτοικοι της αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στη Χίο. Επέστρεψαν το 1550. Το 1912, με την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, η Σάμος κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα. Αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα είναι οι αρχαιολογικοί χώροι του Ηραίου και του Πυθαγορείου. Επίσης μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το Παλαιοντολογικό Μουσείο στο οποίο εκτίθενται σπάνια απολιθώματα ζώων.

Η αναφορά της Σάμου στην Καινή Διαθήκη συνδέεται με το τρίτο ιεραποστολικό ταξίδι του απ. Παύλου και την επιστροφή του στην Ιερουσαλήμ. Πιθανόν ο Παύλος να έκανε μια στάση στο νησί πριν φτάσει στο Τρωγύλιο, για μια μικρή ανάπαυλα ή για ανεφοδιασμό στο μακρινό και κουραστικό ταξίδι του.
Σήμερα το νησί της Σάμου είναι γεμάτο πράσινο και όμορφες ακρογιαλιές. Ο πληθυσμός της (44.000 κάτοικοι) είναι ημιαστικός. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη τουριστική κίνηση και πολλοί κάτοικοι ασχολούνται με τον τουρισμό. Η μεταφορά στο νησί μπορεί να γίνει ακτοπλοϊκώς και αεροπορικώς. Κυριότερα μέρη του νησιού είναι η Σάμος (Βαθύ), Καρλόβασι, Πυθαγόρειο, Μαραθόκαμπος, Κοκκάρι, Βουρλιώτες.

Φίλιπποι
H αρχαία πόλη των Φιλίππων βρίσκεται στους πρόποδες του Ορβήλου και απέναντι από το Παγγαίο και το Σύμβολο, 12 χλμ. από τη θάλασσα. Τα ονόματα με τα οποία ήταν γνωστή η πόλη και η γύρω περιοχή, δείχνουν το μεγάλο φυσικό πλούτο της: το όνομα της πόλης, Κρηνίδες, φανερώνει τις πολλές πηγές που υπήρχαν στο λόφο όπου ήταν κτισμένη η πόλη και η ονομασία της περιοχής, Δάτον, φανερώνει την ευφορία της ευρύτερης πεδιάδας των Φιλίππων. Στο όρος Παγγαίο υπήρχαν πλούσια κοιτάσματα χρυσού.
Η πόλη των Φιλίππων ιδρύθηκε το 360-359 π.Χ. ως αποικία των Θασίων, με το όνομα Κρηνίδες, από τον Αθηναίο ρήτορα και πολιτικό Καλλίστρατο με σκοπό την εκμετάλλευση της πλούσιας ενδοχώρας. Το 356 π.Χ. γίνεται ορατή η απειλή από τους Θράκες και οι κάτοικοι ζητούν τη βοήθεια του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου Β' που βρισκόταν στην Αμφίπολη. Ο Φίλιππος αναγνωρίζοντας τη μεγάλη οικονομική αλλά και στρατηγική σημασία της πόλης την καταλαμβάνει, φέρνει νέους Μακεδόνες αποίκους, αυξάνει τον πληθυσμό της, εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα χρυσού στο όρος Παγγαίο και χτίζει στην πόλη θέατρο και ένα μεγάλο τοίχος για την προστασία της. Ενδεικτικό της μεγάλης οικονομικής σημασίας είναι ότι τα δύο χρυσωρυχεία, τα Άσυλα και η Σκαμπτή ύλη, απέδιδαν πάνω από χίλια χρυσά τάλαντα το χρόνο. Το 168 π.Χ. ο Αιμίλιος Παύλος χωρίζει τη Μακεδονία σε 4 διοικητικές περιφέρειες, τις μερίδες (regions), από τις οποίες στην πρώτη, με πρωτεύουσα την Αμφίπολη, άνηκαν και οι Φίλιπποι. Το 42 π.Χ. διεξήχθη κοντά στον ποταμό Ζυγάκτης σε απόσταση 3,5 χλμ. από τους Φιλίππους, η περίφημη μάχη μεταξύ του στρατού της τριανδρίας, με αρχηγούς τον Αντώνιο και τον Οκτάβιο, και των δημοκρατικών Βρούτο και Κάσσιο, δολοφόνους του Ιουλίου Καίσαρα. Το τέλος της μάχης βρίσκει νικητές τους Αντώνιο και Οκτάβιο και σηματοδοτεί μια καινούργια εποχή για την πόλη. Με τη μάχη αυτή συνδέεται και η γνωστή φράση «όψει δέ με περί Φιλίππους» που είχε την παραίσθηση ότι άκουσε ο Βρούτος να του λέει ο δολοφονημένος Καίσαρας. Η πόλη ανακηρύσσεται σε κολωνία με το όνομα Colonia Victrix Philipensium (ο Λουκάς αναφέρεται στους Φιλίππους και τους χαρακτηρίζει: «Φιλίππους, ήτις εστίν πρώτης μερίδος της Μακεδονίας πόλις, κολωνία», Πράξ. 16:12), ενώ εγκαθίσταται σημαντικός αριθμός από βετεράνους στρατιώτες. Δώδεκα χρόνια αργότερα ο Οκτάβιος (αυτοκράτορας Αύγουστος) την ονόμασε Colonia Iulia Augusta Philippensis στέλνοντας πολλούς αποίκους και κτίζοντας πολλά κτίρια ανάμεσά τους το Forum, ένα υδραγωγείο, την παλαίστρα και πολλά ιερά. Το όνομα Colonia Iulia Augusta Philippensis φαίνεται ότι είχε κατά νου ο Παύλος όταν αποκάλεσε τους Χριστιανούς Φιλιππησίους και όχι με το παραδοσιακό Φιλιππείς. Ως μία ρωμαϊκή κολωνία (η πόλη ήταν μια μικρογραφία τη Ρώμης) οι πολίτες της απολάμβαναν ελευθερία (Libertas) που σήμαινε αυτοδιοίκηση της πόλης, απαλλαγή από την φορολόγηση και τον φόρο υποτελείας (Immunitas), και ιταλικό δίκαιο (Italicum), δηλαδή ίσα δικαιώματα με τους κατοίκους των ιταλικών πόλεων. Στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης εξέλεγαν κάθε χρόνο δύο ανώτερους άρχοντες (η επίσημη λατινική ορολογία ήταν duumviri iure dicuno, ενώ ο Λουκάς αναφέρεται σε αυτούς με τα ονόματα «άρχοντες», «στρατηγούς», Πράξ. 16:19-20, ονόματα με τα οποία επίσης τους αποκαλούσαν), που διαχειρίζονταν τα ζητήματα της πόλης μπροστά από τους οποίους στις δημόσιες εμφανίσεις τους προπορεύονταν δύο ραβδούχοι (Πράξ. 16:35), κρατώντας μαστίγιο και πέλεκυ που υποδήλωνε την δικαστική εξουσία τους.
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον για τους χριστιανούς έχει το οκτάγωνο που έχει ανασκαφεί στην αρχαία πόλη και που είναι από τους πρώτους ευκτήριους οίκους στην Ευρώπη. Το 314 μ.Χ., 2 χρόνια μετά τον τερματισμό του αυτοκρατορικού διωγμού, η σημαντική χριστιανική κοινότητα, αγοράζει ένα μικρό κομμάτι γης και κτίζει ευκτήριο οίκο. Μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα επεκτάθηκε τρεις φορές και κάλυψε τρία οικοδομικά τετράγωνα, αναπτυσσόμενο σε ένα σύμπλεγμα εκκλησιαστικών οικοδομημάτων. Εντυπωσιακό είναι και το βαπτιστήριο που ανακαλύφτηκε και χρονολογείται από το 314 ως 400 μ.Χ. Η χριστιανική κοινότητα στους Φιλίππους πρέπει να υπέστη σκληρό διωγμό, όπως διαφαίνεται από την ανακάλυψη ρωμαϊκού θεάτρου, στο οποίο γίνονταν θηριομαχίες με ανθρώπινα θύματα, μεγάλο μέρος των θυμάτων θα ήταν σίγουρα και χριστιανοί.
Η Εγνατία οδός έφερνε στην πόλη πολλά ανατολικά θρησκευτικά ρεύματα που αναμειγνύονταν με τις ρωμαϊκές και ντόπιες δοξασίες δημιουργώντας ένα ψηφιδωτό θρησκειών και δοξασιών, όπως γινόταν σε όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Στην Κ. Διαθήκη αναφέρεται ότι ο απ. Παύλος με τη συνοδεία του (τον Σίλα, τον Τιμόθεο και τον Λουκά) μέσω της Εγνατίας οδού πηγαίνουν από τη Νεάπολη (Καβάλα) στους Φιλίππους. Ο Παύλος, σύμφωνα με τη συνήθειά του περίμενε το Σάββατο για να επισκεφτούν τη συνάθροιση των Ιουδαίων για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο. Η στρατηγική του Παύλου ήταν να κηρύττει το Ευαγγέλιο σε μεγάλες και σημαντικές πόλεις όχι μόνο γιατί στις εκεί συναγωγές των Ιουδαίων θα έβρισκε τον πρώτο «άμβωνα», αλλά και γιατί μέσα από τις μεγάλες πόλεις ήταν πιο εύκολο να διαδοθεί ευρύτερα το μήνυμα του ευαγγελίου. Γι’ αυτό και βλέπουμε τον Παύλο να κηρύττει στις σημαντικότερες πόλεις της Μακεδονίας (Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη) και της Αχαΐας (Αθήνα, Κόρινθος). Στους Φιλίππους δεν υπήρχε οργανωμένη συναγωγή Ιουδαίων, αλλά «προσευχή», πιθανώς στον ποταμό Ζυγάκτη, έξω από την πόλη. Για τη δημιουργία συναγωγής, σύμφωνα με τους ιουδαϊκούς νόμους, θα πρέπει να υπήρχε απαρτία (minyan) δέκα ιουδαίων ανδρών. Ο ραβί Χαλαφτά, στα Κεφάλαια Πατέρων 3,7, λέει: «Όταν δέκα (άνδρες) κάθηνται ομού και ασχολώνται περί τον Νόμον, η Παρουσία εδρεύει μεταξύ των ως (εν τη Γραφή) λέγεται: Ο Θεός ίσταται εν τη θεία συναθροίσει» (δες και Σανχεδρίν 1,6, «Ο Θεός … συναθροίσει» είναι από τον Ψαλμό 82:1). Οι Ιουδαίοι συνήθιζαν τα Σάββατα και τις εορτές, όταν δεν υπήρχε συναγωγή, να μαζεύονται σε ποτάμια ή θάλασσες, για τις ανάγκες των τελετουργικών καθαρμών, όπου απάγγελλαν τις αρμόζουσες προσευχές και ευχαριστίες.

Ο Παύλος και η συνοδεία του, επισκέπτονται το Σάββατο, την ιουδαϊκή «προσευχή» στο ποτάμι έξω από την πόλη, όπου στις όχθες του ήταν μαζεμένες γυναίκες, Ιουδαίες αλλά και Ελληνίδες που είχαν προσχωρήσει στην ιουδαϊκή πίστη, στις οποίες ο Παύλος μιλάει για το τι έκανε ο Θεός μέσω του Ιησού Χριστού. Μια από τις γυναίκες, με το όνομα Λυδία «σεβόμενη τον Θεό», πιστεύει και βαπτίζεται στο ποτάμι. Στο ποταμό Ζυγάκτη υπάρχει σήμερα Βαπτιστήριο, που σύμφωνα με την παράδοση, ήταν το μέρος της «προσευχής» και το μέρος που η Λυδία βαπτίστηκε. Είναι απίθανο όμως η προσευχή ή η βάπτιση να έγινε σε αυτό το μέρος του ποταμού, γιατί εκεί υπήρχε ρωμαϊκό νεκροταφείο. Η Λυδία ήταν έμπορος πορφύρας, μια ακριβή και πολυτελής χρωστική ουσία με την οποία έβαφαν υφάσματα, και καταγόταν από τα Θυάτειρα της μικρασιατικής Λυδίας (έχει υποστηριχτεί ότι Λυδία δεν ήταν το αρχικό της όνομα μια και μπορεί να σημαίνει «γυναίκα από τη Λυδία»). Τα Θυάτειρα ήταν μια πόλη φημισμένη για την παραγωγή πορφύρας, γνωστή ήδη από την εποχή του Ομήρου (Ηλιάδα δ 141). Η Λυδία, που ήταν πλούσια και πιθανόν να εξασκούσε το επάγγελμα του αποθανόντα άντρα της, προσκαλεί τον Παύλο και τη συνοδεία του στο σπίτι της.
Μια μέρα που ο Παύλος με τη συνοδεία του πήγαινε στον τόπο της προσευχής, τους συνάντησε μια «παιδίσκη» που είχε «πνεύμα πύθωνα» (Πράξ. 16:16). Το όνομα «πύθωνα» που αποδιδόταν αρχικά μόνο στην ιέρεια του Πύθιου Απόλλωνα στους Δελφούς, βαθμιαία επεκτάθηκε σε όλους τους μάντεις. Η σύνδεση του «πύθωνα» με τους μάντεις συμβόλιζε απλώς τον θεό Απόλλωνα. Ο Πλούταρχος μας δίνει την πληροφορία ότι «πύθωνες» ονομάζονταν οι εγγαστρίμυθοι (Πλούταρχος Ηθικά, 414 Ε). Ο Παύλος μετά την επί μέρες ενόχληση της κοπέλας, που φώναζε ότι ήσαν «δούλοι του Θεού του υψίστου», παραγγέλλει στο πνεύμα να την αφήσει. Οι άνθρωποι που εκμεταλλεύονταν τη νεαρή μάντισσα εξοργίστηκαν και τον κατήγγειλαν στους άρχοντες της πόλης. Τον κατηγόρησαν ότι κόμιζε δοξασίες ξένες προς τους Ρωμαίους, μη μπορώντας να τον κατηγορήσουν για την πραγματική αιτία της οργής τους, που ήταν η απώλεια των εισοδημάτων. Οι άρχοντες τις πόλης (στρατηγοί) διέταξαν να τους ραβδίσουν και να τους βάλουν στη φυλακή. «Lictor, expedi vigras, ad verbera!», δηλαδή «Ραβδούχε, λύσε τις βέργες, χτύπα», ήταν η διαταγή των στρατηγών προς τους ραβδούχους, οι οποίοι αμέσως εκτέλεσαν την διαταγή. Ο Παύλος αργότερα θυμάται τις τιμωρίες και τις φυλακίσεις που υπέστη για το όνομα του Ιησού: «αλλά προπαθόντες και υβρισθέντες καθώς οίδατε εν Φιλίπποις» (Α' Θεσ. 2:2). Στη φυλακή γίνεται μεγάλος σεισμός και ο Παύλος απελευθερώνεται. Ο δεσμοφύλακας πιστεύει και βαπτίζεται αυτός και ο οίκος του. Την άλλη μέρα οι στρατηγοί διατάζουν να τους αφήσουν ελεύθερους για να φύγουν από την πόλη. Ο Παύλος μη θέλοντας να φύγει με αυτόν τον τρόπο επικαλείται την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη (Civis Romanus Sum) αναγκάζοντας τους στρατηγούς να αλλάξουν συμπεριφορά, φοβούμενοι για την απρεπή συμπεριφορά τους απέναντι του, και τον παρακαλούν να φύγει. Ο Παύλος επισκέπτεται τους νέους πιστούς στο σπίτι της Λυδίας, τους ενθαρρύνει και αναχωρεί από την πόλη, αφήνοντας πίσω τον Λουκά (αυτό συμπεραίνεται από την αλλαγή στην αφήγηση των γεγονότων στο κείμενο των Πράξεων από το πρώτο πληθυντικό στο τρίτο). Στον Λουκά έχει υποστηριχτεί ότι πιθανόν να αναφέρεται ο Παύλος με το χαρακτηριστικό «σύζυγε» (πιστέ μου σύντροφε) όταν τον καλεί να συμβάλει θετικά στη διένεξη μεταξύ δύο γυναικών που υπήρχε στην εκκλησία των Φιλίππων, «ναι ερωτώ και σε, γνήσιε σύζυγε, συλλαμβάνου αυτές» (Φιλιπ. 4:2). Ο Παύλος θα επισκεφτεί και άλλες φορές τους πιστούς στους Φιλίππους (Πράξ. 20:1, 3-4) και θα τους γράψει ένα πολύ τρυφερό γράμμα (Προς Φιλιππησίους Επιστολή). Οι πιστοί στους Φιλίππους δεν θα ξεχάσουν τον Παύλο και στις ανάγκες του θα του συμπαρασταθούν γενναιόδωρα «εν Θεσσαλονίκη και άπαξ και δις εις την χρείαν μοι επέμψατε» (Φιλιπ. 4:16). Η οικονομική βοήθεια που επανειλημμένα οι Φιλιππήσιοι έστειλαν στον Παύλο υποστηρίζεται από την οικονομική ευρωστία που γνώρισε η πόλη από το πρώτο μισό του 1ου αιώνα με αποκορύφωμα τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το σπίτι της Λυδίας βρισκόταν στην περιοχή που έχει σήμερα το όνομα της, δυτικά από τους Φιλίππους. Η θέση που μίλησαν οι απόστολοι, πάντα σύμφωνα με την τοπική παράδοση, βρίσκεται δίπλα στο σημερινό ξενοδοχείο Λυδία. Η προφορική παράδοση ταυτίζει τηφυλακή στην οποία φυλακίστηκε ο Παύλος με μία ρωμαϊκή κινστέρνα που βρίσκεται βόρεια από τη Βασιλική Α. Η κινστέρνα, μικρή στις διαστάσεις, αποτελείται από δύο συνεχόμενους χώρους με θολωτή στέγη. Ανακαλύφτηκε τυχαία το 1878 και οι έρευνες έδειξαν ότι μετά την καταστροφή των Φιλίππων (8ος αιώνας), η χριστιανική λατρεία μεταφέρθηκε από τον οκτάγωνο στη «φυλακή», που έκτοτε χρησιμοποιείτο ως παρεκκλήσι, διακοσμημένο με παραστάσεις από τη ζωή του Παύλου, όπως η σύλληψη, η μαστίγωση από τους ραβδούχους, η βάπτιση του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του κτλ. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο οκτάγωνο, στο χώρο του ιερού βήματος, κτίστηκε μικρό ναΐδριο στο οποίο ξαναγύρισε η χριστιανική λατρεία.
Σήμερα, οι Κρηνίδες είναι η πόλη που ταυτίζεται με τους Φιλίππους της εποχής του Παύλου. Απέχει λιγότερο από χιλιόμετρο από τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, ο πληθυσμός της ανέρχεται περίπου στους 3.000 κατοίκους και είναι κυρίως αγροτικός. Επίσης ασχολούνται και με το εμπόριο. Στην ευρύτερη περιοχή και συγκεκριμένα 5 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο, υπάρχει το χωριό Φίλιπποι, το οποίο όμως δεν έχει καμιά σχέση με τους αρχαίους Φιλίππους.

Φοίνικας (Φοίνιξ)
Ο Φοίνικας ήταν αρχαίο λιμάνι και πόλη στο ακρωτήριο Φοίνιξ, στο νότιο μέρος της Κρήτης. Ήταν επίνειο της Ανωπόλεως (ή Αραδήνος). Κατοικήθηκε από τα Μινωικά χρόνια και άκμασε λόγω του λιμανιού του. Απέχει 74 περίπου χλμ. από την πόλη των Χανίων. Ταυτίζεται για άλλους με το σημερινό Λουτρό και για άλλους με τα σημερινά Λιβανανιά.
Σύμφωνα με την Κ. Διαθήκη, πρόκειται για το λιμάνι που προσπάθησε να πλεύσει το πλοίο, που μετέφερε τον Παύλο προς τη Ρώμη. Η απόφαση για να πλεύσουν προς τον Φοίνικα ήταν του εκατόνταρχου μετά από σύμφωνη γνώμη του πλοιάρχου και του ναύκληρου, καθώς έβλεπε προς τα δυτικά και ΒΔ και θεωρούσαν ότι ήταν κατάλληλο για να περάσουν το χειμώνα. Στην απόφαση αυτή δε συμφώνησε ο Παύλος. Ξεκινώντας με νοτιά και με πορεία κοντά στις ακτές της Κρήτης βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σφοδρό άνεμο, τον Ευροκλύδων (Πραξ. 27:14), που τους παρέσυρε προς την Αδριατική θάλασσα. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, όλοι πάνω στο πλοίο, πλοίαρχος, ναύτες, ιδιοκτήτης, Παύλος ήταν καλά πληροφορημένοι για τα λιμάνια της Κρήτης. Αυτό δείχνει τη στρατηγική θέση του νησιού στα μεγάλα ταξίδια της εποχής εκείνης.
Σήμερα, μετά από μιάμιση περίπου ώρα πεζοπορία από την Αγία Ρούμελη των Σφακιών προς το Λουτρό συναντάει κανείς μια ερημική παραλία με μαύρη άμμο. Στην παραλία αυτή υπάρχει το παλιό εκκλησάκι του Αποστόλου Παύλου, χτισμένο στη μνήμη της άφιξής του στην περιοχή του Φοίνικα.

Χίος
Η Χίος είναι ένα από τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου, νότια της Λέσβου και απέχει 153 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά. Έχει έκταση περίπου 842 τ. χλμ. και είναι το πέμπτο σε μέγεθος ελληνικό νησί μετά τα νησιά Κρήτη, Εύβοια, Ρόδο και Λέσβο. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Μικρά Ασίας. Το συνολικό μήκος των ακτών της ξεπερνάει τα 200 χλμ. Υπάγεται διοικητικά μαζί με τα Ψαρά και τις Οινούσσες στο Νομό Χίου και απέχει από τον Πειραιά 153 ναυτικά μίλια (περίπου 8 ώρες).

Σύμφωνα με τη μυθολογία, το νησί πήρε το όνομά του από τον Χίο, το γιο του Ποσειδώνα ή του Ωκεανού. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν και Οφιούσα, Αιθάλη, Μάκρις και Πιτυούσα. Γύρω στο 3000 π.Χ., εμφανίστηκαν οι πρώτοι κάτοικοι στη Χίο, οι Πελασγοί. Αργότερα, στο νησί εγκαταστάθηκαν Αχαιοί, και το 1100 π.Χ. οι Ίωνες. Από τότε, η Χίος άρχισε σταθερά να προοδεύει και τον 6ο π.Χ. αιώνα έφθασε στο απόγειο της ακμής της. Οι Χιώτες παρήγαγαν περίφημο κρασί και καλλιεργούσαν την επική ποίηση και τη γλυπτική και εξασφάλιζαν τα προς το ζην από το δουλεμπόριο. Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Όμηρος καταγόταν από τη Χίο και έζησε σε αυτήν τον 8ο αιώνα π.Χ. Το 493 π.Χ., η Χίος υποδουλώθηκε στους Πέρσες και εξαναγκάστηκε να πολεμήσει στο πλευρό τους εναντίον των Ελλήνων. Σύντομα ελευθερώθηκε και από το 478 π.Χ. εντάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Η Χίος κατακτήθηκε το 1566 από τους Τούρκους. Το 1821 μαζί με τη Σάμο συμμετείχε στην επανάσταση, αλλά τον επόμενο χρόνο οι Τούρκοι θέλοντας να τους τιμωρήσουν έσφαξαν 85.000 άτομα. Η άγρια αυτή σφαγή της Χίου συγκλόνισε την κοινή γνώμη της Ευρώπης και ενέπνευσε καλλιτέχνες όπως τον συγγραφέα Βίκτωρ Ουγκώ (Victor Hugo) και τον ζωγράφο Ντελακρουά (Eugene Delacroix). Ένας ισχυρός σεισμός το 1881 άφησε επίσης πολλά θύματα και προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές. Κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το νησί και το ενέταξε στην Ελλάδα. Η Χίος είναι η πατρίδα των Αδαμάντιου Κοραή, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Νεοφύτου Βάμβα. Στη Χίο υπάρχει ο ναός των Αγίων Αποστόλων που είναι μικρό αντίγραφο της Νέας Μονής και είναι βυζαντινό μνημείο. Ο ναός οικοδομήθηκε στα μέσα του 4ου αιώνα και λειτουργεί κάθε χρόνο στις 29 Ιουνίου, ημέρα μνήμης των αγίων Πέτρου και Παύλου.


Στην Κ. Διαθήκη αναφέρεται ότι την επισκέφτηκε ο Παύλος κατά την επιστροφή του από το τρίτο ιεραποστολικό ταξίδι, όπου και παρέμεινε για μία μέρα. Την εποχή εκείνη βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κατοχή.
Η σημερινή Χίος είναι εύπορο νησί με πυκνή βλάστηση κι άφθονα νερά. Οι κάτοικοί της ασχολούνται με τη ναυτιλία (είναι πατρίδα των περισσοτέρων Ελλήνων εφοπλιστών), το εμπόριο, τη γεωργία, την αλιεία και τα τελευταία χρόνια με τον τουρισμό, καθώς προσφέρει όμορφες και καθαρές παραλίες. Από τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα του νησιού είναι η περίφημη μαστίχα Χίου. Κυριότερα μέρη του νησιού είναι η Χίος, ο Βροντάδος, η Βολισσός, τα Μεστά, τα Θυμιανά, τα Καρδάμυλα.

history-pages.blogspot.com



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αρχειοθήκη ιστολογίου