Η ἀγάπη εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ἔρχεται ὡς φυσικὴ συνέπεια νὰ εἶναι καὶ ὁ Χριστιανὸς ἄνθρωπος τῆς πολλῆς καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.
Εἶναι ὁ μόνος ἀσφαλὴς καὶ ἀπλανὴς δρόμος τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης. Μαζὶ μὲ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀνάγκη νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ καὶ ὁ ἄλλος, ὁ διπλανός μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ ἄλλον τρόπο νὰ σωθεῖ κανείς. «Οὔτε μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους νὰ ἐνδιαφερόμαστε καὶ νὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, οὔτε μόνο τὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας νὰ ἐπιμελούμαστε.
Αὐτὸς ποὺ μόνο τὰ δικά του ζητεῖ καὶ ἐπιμελεῖται, καταντᾶ νὰ ἀγαπᾶ ὑπερβολικὰ τὸν ἑαυτό του μὲ
ὑπέρμετρο ἐγωισμό» (Χρυσόστομος).
Ἀλλὰ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν εἶναι μόνο αἰσθήματα καὶ θεωρία. Εἶναι πράξη κυρίως. Καὶ ἐκφράζεται μὲ ἔργα. Πῶς πρέπει νὰ γίνονται αὐτὰ τὰ ἔργα;
Τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης γίνονται μὲ κόπο, κόπο σωματικὸ καὶ πνευματικό. Γίνονται μὲ διάθεση χρόνου, μὲ προσφορὰ σωματικῶν δυνάμεων, μὲ συνεισφορὰ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας, μὲ θυσία. Ἡ ἐπίσκεψη ἑνὸς ἀσθενοῦς στὴν οἰκία του ἢ στὸ νοσηλευτικὸ Ἵδρυμα ποὺ νοσηλεύεται, ἡ προσπάθεια συμφιλιώσεως προσώπων ποὺ ἡ ἔχθρα μεταξύ τους χρονίζει, ἡ συμπαράσταση σὲ πρόσωπα ποὺ πενθοῦν εἶναι ἔργα ἀγάπης ποὺ ἀπαιτοῦν χρόνο καὶ διάθεση ὑλικῶν πραγμάτων καὶ προ- πάντων εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον. Μοιράζεται ὁ Χριστιανὸς καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη τοῦ πλησίον του μὲ πνεῦμα θυσίας καὶ συνεισφορᾶς δυνάμεων σωματικῶν καὶ πνευματικῶν.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ γράφει: «Μὴν ξεχνᾶτε τὴ φιλοξενία, διότι μὲ αὐτὴ μερικοί, ὅπως ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λώτ, ἀξιώθηκαν, χωρὶς νὰ ξέρουν ποιοὺς δέχονταν, νὰ φιλοξενήσουν ἀγγέλους. Νὰ θυμάστε τοὺς φυλακισμένους, σὰν νὰ εἶστε καὶ σεῖς μαζί τους δεμένοι μὲ τὶς ἁλυσίδες τῆς φυλακῆς. Νὰ θυμάστε ὅσους ὑποφέρουν καὶ κακοπαθοῦν, διότι καὶ σεῖς ἔχετε σῶμα φθαρτὸ καὶ μπορεῖ νὰ βρεθεῖτε αὔριο στὴ θέση τους καὶ νὰ ὑποφέρετε αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουν αὐτοὶ σήμερα» (Ἑβρ. ιγ΄ 2-3).
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει διαρκῶς πιστούς της ποὺ ἐνσάρκωσαν στὴ ζωή τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Γιὰ τὴν οἰκία τοῦ Στεφανᾶ σημει ώνεται ὅτι ἦταν οἰκογένεια ποὺ πρώ τη στὴν Ἀχαΐα πίστεψε στὸ Χριστό, καὶ τὰ μέλη της ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸ νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς Χριστιανούς (Α΄ Κορ. ις΄ 15). Προβάλλει τὸν Κορ νήλιο τὸν ἑκατόνταρχο, τὴν Ταβιθά, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, τὸν ἅγιο Ἰωάννη Ἐλεήμονα καὶ πολλοὺς ἄλλους, ποὺ διέπρεψαν στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας.
Νὰ εἴμαστε πρόθυμοι λοιπὸν στὸ νὰ συμμετέχουμε καὶ νὰ συνεργαζόμαστε προσωπικὰ καὶ μὲ πνεῦμα θυσίας καὶ αὐταπαρνήσεως στὴ διακονία τῶν αδελφῶν μας ποὺ δοκιμάζονται. Νὰ ἀνακουφίζεται ὁ πόνος τους καὶ νὰ λιγοστεύουν τὰ δάκρυά τους. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι τότε πλούσια στὴ ζωὴ ὅλων μας.
ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΩΤΗΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου