«Τότε, ἐὰν σᾶς πῇ κανείς, «Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστὸς» ἢ «Ἐκεῖ», μὴ τὸν πιστέψετε. Διότι θὰ ἐμφανισθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ κάνουν μεγάλα θαύματα καὶ τέρατα, ὥστε νὰ πλανήσουν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Ἰδοὺ, σᾶς τὰ προεῖπα. Ἐὰν σᾶς ποῦν, «Νά, εἶναι εἰς τὴν ἔρημον», μὴ πηγαίνετε, «Νά, εἶναι εἰς τὰ ἀπόμερα δωμάτια», μὴ πιστέψετε. Διότι ὅπως ἡ ἀστραπὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ φαίνεται ἕως τὴν δύσιν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ ἔλευσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπου εἶναι τὸ πτῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν οἱ ἀετοί.»
Αφού εσυμπλήρωσε τα περί των Ιεροσολύμων, μεταβαίνει και εις την ιδικήν Του παρουσίαν και λέγει τα σημεία της, τα οποία είναι χρήσιμα όχι μόνον εις εκείνους, αλλά και εις ημάς και εις όλους εκείνους οι οποίοι θα έλθουν μετά από ημάς. «Τότε», πότε; Εδώ, όπως είπα πολλές φορές, το «τότε» δεν σημαίνει την χρονικήν συνέχειαν των όσων είπε προηγουμένως. Διότι εκεί που ήθελε να δηλώση την συνέχειαν, προσέθεσε· «ευθέως μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων». Εδώ όμως δεν είπε τα ίδια, αλλά «τότε», δηλώνοντας όχι όσα θα συμβούν αμέσως μετά ταύτα, αλλά εκείνα που θα συμβούν εις τον καιρόν κατά τον οποίον πρόκειται να γίνουν, όσα θα είπη.
Έτσι και όταν λέγη· «Εν εκείναις ταις ημέραις παραγίνεται Ιωάννης ο Βαπτιστής»1, δεν εννοεί τον ευθύς αμέσως χρόνον, αλλά τον χρόνον μετά από πολλά έτη, εκείνον κατά τον οποίον εγίνοντο αυτά τα οποία επρόκειτο να είπη. Διότι αφού ωμίλησε περί της γεννήσεως του Ιησού και την παρουσίαν των Μάγων και τον θάνατον του Ηρώδου, αμέσως λέγει· «εν εκείναις ταις ημέραις παραγίνεται Ιωάννης ο Βαπτιστής», μολονότι είχαν εν τω μεταξύ παρέλθει τριάντα χρόνια. Αλλά είναι συνήθεια εις την Γραφήν να χρησιμοποιή αυτόν τον τρόπον. Έτσι και εδώ· αφού αντιπαρήλθεν όλον τον χρόνον που θα μεσολαβήση από την άλωσιν ων Ιεροσολύμων μέχρι των αρχών της συντελείας του κόσμου, αναφέρεται εις τον ολίγον προ της συντελείας χρόνον.
Τότε λοιπόν, λέγει, «Τότε, ἐὰν σᾶς πῇ κανείς,«Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστὸς» ἢ «Ἐκεῖ», μὴ τὸν πιστέψετε». Κατά πρώτον τους κατατοπίζει με ασφάλειαν ως προς τον τόπον, αριθμών τα χαρακτηριστικά της δευτέρας παρουσίας Του και τα σημεία των πλάνων. Διότι, δεν θα έλθη και τότε όπως εφανερώθη την προηγουμένην φοράν εις την Βηθλεέμ, και εις μιαν μικράν γωνίαν της οικουμένης και χωρίς να τον γνωρίζη κανείς από την αρχήν· αλλά φανερά και με κάθε επισημότητα και κατά τρόπον που να μη χρειάζεται να τον εξαγγείλη κανείς. Δεν είναι δε μικρόν σημείον αυτό το να μη έρχεται απαρατήρητος.
Παρατήρησε δε ότι εδώ, επειδή διευκρινίζει τον λόγον της παρουσίας Του, δεν αναφέρει τίποτε περί πολέμου, αλλά περί εκείνων οι οποίοι επιχειρούν να εξαπατήσουν. Διότι οι πλάνοι επί της εποχής των Αποστόλων εξηπάτουν τους πολλούς· «διότι θα έλθουν, λέγει, και θα εξαπατήσουν πολλούς»· αυτοί δε πριν από την δευτέραν παρουσίαν Του, θα είναι πιο φαρμακεροί από εκείνους. Διότι, όπως λέγει· «θα κάνουν τέρατα και σημεία, δια να παραπλανήσουν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς». Εδώ εννοεί τον αντίχριστον και υπαινίσσεται μερικούς οι οποίοι θα τον διακονήσουν. Περί αυτού και ο Παύλος ομιλεί κατά τον ίδιον τρόπον. Αφού τον ωνόμασεν «άνθρωπον αμαρτίας» και «υιόν απωλείας»2, προσέθεσε· «Η έλευσις δε του ανόμου θα γίνη με την ενέργειαν του Σατανά με κάθε δύναμιν και με ψευδή σημεία και τέρατα και με κάθε είδος απάτης του κακού μεταξύ των ανθρώπων που χάνονται»3. Και κύττα πώς τους προφυλάσσει· μη εξέλθετε, λέγει, εις την έρημον, μη εισέλθετε εις τα ιδιαίτερα δωμάτια. Δεν είπε πηγαίνετε και μη πιστεύσετε· αλλά “μη εξέλθητε”, “μηδέ απέλθητε”. Διότι τότε η απάτη θα είναι μεγάλη, επειδή θα γίνωνται και σημεία απάτης.
Αφού λοιπόν είπε πως θα έλθη εκείνος (ο αντίχριστος), ήτοι ότι θα έλθη εν τόπω, λέγει τώρα πώς θα έλθη και Αυτός. Πώς λοιπόν θα έλθη Αυτός; «Διότι ὅπως ἡ ἀστραπὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ φαίνεται ἕως τὴν δύσιν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ ἔλευσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπου εἶναι τὸ πτῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν οἱ ἀετοί.» Πώς λοιπόν φαίνεται η αστραπή; Δεν χρειάζεται να την εξαγγείλη κανείς, δεν χρειάζεται κήρυκα, αλλά φαίνεται ακαριαίως εις ολόκληρον την οικουμένην, και εις εκείνους που κάθονται μέσα εις τας οικίας και εις εκείνας που που ευρίσκονται μέσα εις τους γυναικωνίτας. Έτσι θα γίνη εκείνη η παρουσία, θα φαίνεται παντού ταυτοχρόνως από την λάμψιν της δόξης.
Αναφέρει όμως και άλλο σημείον· «όπου το πτώμα εκεί και οι αετοί», εννοών το πλήθος των αγγέλων, των μαρτύρων και όλων των αγίων. Έπειτα αναφέρει και θαύματα φοβερά. Ποια δε είναι τα θαύματα; «Ἀμέσως δὲ ὕστερα ἀπὸ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος θὰ σκοτεινιάσῃ». Ποιων ημερών θλίψιν εννοεί; Του αντιχρίστου και των ψευδοπροφητών. Διότι τότε θα υπάρξη θλίψις μεγάλη, αφού τόσοι πολλοί θα είναι οι πλανώντες. Αλλά δεν θα διαρκέση πολύ. Διότι, εάν ο ιουδαϊκός πόλεμος εσυντομεύθη προς χάριν των εκλεκτών, πολύ περισσότερον θα περιορισθή χρονικώς ο πειρασμός αυτός προς χάριν των ιδίων. Δι' αυτό δεν είπε μετά την θλίψιν, αλλά «ευθέως μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται», διότι όλα γίνονται σχεδόν ταυτοχρόνως. Δηλαδή μόλις οι ψευδοπροφήται και οι ψευδόχριστοι δημιουργήσουν αναταραχήν με τον ερχομόν των, αμέσως θα έλθη και Εκείνος. Διότι δεν θα είναι μικρά η ταραχή που θα κυριεύση την οικουμένην.
Πώς δε θα έλθη; Αφού μεταμορφωθή η κτίσις. Διότι και ο ήλιος θα σκοτισθή, χωρίς να αφανισθή, αλλά υποχωρών μπροστά εις το φως της παρουσίας Εκείνου, και τα άστρα θα πέσουν, διότι δεν θα χρειάζωνται πλέον, αφού δεν θα υπάρχη νύκτα, και αι ουράνιαι δυνάμεις θα κλονισθούν, όπως είναι πολύ φυσικόν, βλέποντας την τόσον μεγάλην μεταβολήν που θα γίνεται. Διότι, εάν οι άγγελοι εσκίρτησαν και εθαύμασαν τόσον, όταν εδημιουργήθησαν τα άστρα (διότι «όταν εδημιουργήθησαν τα άστρα», λέγει, «με ύμνησαν με δυνατήν φωνήν όλοι οι άγγελοι»4), πολύ περισσότερον βλέποντες όλα να μεταβάλλωνται και τους ομοδούλους των να υπέχουν ευθύνην, και την οικουμένην ολόκληρον να παρίσταται ενώπιον φοβερού δικαστηρίου, και όσους υπήρξαν από τον Αδάμ μέχρι της παρουσίας Εκείνου να λογοδοτούν δι' όσα έπραξαν, πώς δεν θα φρίξουν και δεν θα σαλευθούν;
«Τότε θα φανή το σημείον του Υιού του ανθρώπου εις τον ουρανόν», δηλαδή ο Σταυρός, ο οποίος είναι πιο λαμπρός από τον ήλιον, αφού αυτός μεν θα σκοτισθή και θα κρυφθή, ενώ εκείνος θα φαίνεται· δεν θα εφαίνετο, εάν δεν ήτο πολύ πιο λαμπερός από τας ακτίνας του ηλίου. Δια ποιον δε λόγον θα εμφανισθή το σημείον του Σταυρού; Δια να αποστομωθή με το παραπάνω η αναισχυντία των Ιουδαίων. Διότι έχοντας μέγιστον δικαίωμα τον Σταυρόν ο Χριστός, έρχεται έτσι εις το δικαστήριον εκείνο, δεικνύων όχι μόνον τας πληγάς αλλά και τον ατιμωτικόν θάνατόν Του.
«Τότε θα θρηνήσουν αι φυλαί»· διότι δεν θα υπάρχη ανάγκη κατηγορίας, όταν θα ιδούν τον Σταυρόν. Και θα θρηνούν, διότι μολονότι απέθανε δεν ωφελήθησαν καθόλου, και διότι εσταύρωσαν Εκείνον που έπρεπε να τον προσκυνήσουν. Είδες πόσον φοβερά υπεγράμμισε την παρουσίαν Του; Είδες πώς ανεπτέρωσε το φρόνημα των μαθητών; Δι' αυτό ακριβώς πρώτον αναφέρει τα λυπηρά και έπειτα τα ευχάριστα, ώστε και με τον τρόπον αυτόν να τους παρηγορήση και να τους καθησυχάση. Τους υπενθυμίζει επίσης και το πάθος και την ανάστασιν και αναφέρει τον Σταυρόν με το λαμπερόν Του σχήμα, δια να μη εντρέπωνται, ούτε να θλίβωνται, αφού θα έλθη προβάλλων αυτόν ως το κατ' εξοχήν σημείον της παρουσίας Του.
Άλλος πάλιν λέγει «θα ατενίσουν εκείνον που εκέντησαν»5. Δι' αυτό ακριβώς αι φυλαί της γης θα θρηνούν, διότι θα διαπιστώσουν ότι είναι ο ίδιος. Και επειδή ανέφερε και τον Σταυρόν, επρόσθεσεν ότι «θα ιδούν τον Υιόν του ανθρώπου να έρχεται», όχι επάνω εις τον Σταυρόν, αλλ' «επάνω εις τα σύννεφα του ουρανού με δύναμιν και δόξαν μεγάλην»6, ωσάν να λέγη, μη νομίσης ότι, επειδή ήκουσες τον Σταυρόν, θα είναι πάλιν κάτι τι το θλιβερόν· διότι θα έλθη με μεγάλην δύναμιν και δόξαν. Φέρει δε τον Σταυρόν δια να γίνη η αμαρτία τους αυταπόδεικτος, όπως, όταν κανείς κτυπηθή με πέτρα, παρουσιάζει εις το δικαστήριον την ιδίαν την πέτραν ή τα ενδύματά του αιματωμένα.
Έρχεται και επάνω εις νεφέλην, όπως όταν ανελήφθη, βλέποντας δε αυτά αι φυλαί θα θρηνούν. Τα δεινά που τας αναμένουν όμως δεν θα σταματήσουν εις τους θρήνους. Ο θρήνος θα είναι δια να βγάλουν μόναι τους την ψήφον και να καταδικάσουν τους εαυτούς των. Διότι εν συνεχεία «θα στείλη τους αγγέλους Του με μεγάλην σάλπιγγα δια να συγκεντρώσουν τους εκλεκτούς από τους τέσσαρες ανέμους, από το ένα άκρον του ουρανού έως το άλλο άκρον». Όταν δε ακούης αυτό φαντάσου την τιμωρίαν εκείνων που θα απομείνουν. Διότι δεν θα υποστούν μόνον εκείνην την τιμωρίαν, αλλά και αυτήν. Και όπως ανωτέρω ανέφερεν ότι θα λέγουν «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», έτσι εδώ λέγει ότι «θα θρηνούν». Διότι επειδή τους ωμίλησε περί πολέμων φοβερών, δια να μάθουν ότι μετά από τα εδώ δεινά τους περιμένουν και τα εκεί βασανιστήρια, τους εισάγει θρηνούντας και χωριστούς από τους εκλεκτούς και τους παραδίδει εις την γέενναν του πυρός. Με όλα αυτά δε πάλιν ενθαρρύνει τους μαθητάς και τους δείχνει από πόσα κακά θα απαλλαγούν και πόσα αγαθά θα απολαύσουν.
Αλλά τότε, διατί τους καλεί με αγγέλους, αφού έρχεται τόσον φανερά; Δια να τους τιμήση με τον τρόπον αυτόν. Ο Παύλος μάλιστα αναφέρει ότι θα αρπαγούν εις τα σύννεφα. Είπε δε και τούτο, όταν ωμιλούσε περί της αναστάσεως· «Διότι αυτός ο Κύριος θα κατεβή από τον ουρανόν με παράγγελμα, με φωνήν αρχαγγέλου»7. Ώστε αφού αναστηθούν θα τους συγκεντρώσουν οι άγγελοι και αφού συγκεντρωθούν θα τους αρπάξουν τα σύννεφα. Και όλα αυτά θα γίνουν ακαριαίως, εις ελάχιστον χρόνον. Διότι δεν τους καλεί παραμένων επάνω εις τον ουρανόν, αλλά έρχεται ο ίδιος με τους ήχους σάλπιγγος. Προς τι όμως χρειάζονται αι σάλπιγγες και ο ήχος; Δια την ανάστασιν, δια την πρόκλησιν χαράς, δια την εμφανή παρουσίασιν του εκπληκτικού γεγονότος, δια την θλίψιν αυτών που αυπολειφθούν.
Αλλοίμονον την ημέραν εκείνην την φοβεράν. Πρέπει να χαίρωμεν όταν ακούμεν αυτά· λυπούμεθα, γινόμεθα κατηφείς και σκυθρωποί. Ή μήπως μόνον εγώ αισθάνομαι αυτά, ενώ σεις χαίρετε ακούοντές τα; Εις εμένα πάντως δημιουργείται και ένα αίσθημα δέους όταν λέγωνται αυτά, και κλαίω πικρά και αναστενάζω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου. Διότι τίποτε από αυτά δεν με ενδιαφέρει, παρά εκείνα που ειπώθηκαν μετά από αυτά, προς τας παρθένους8, προς εκείνον που έκρυψεν εις την γην το τάλαντον που είχε λάβει, προς τον πονηρόν δούλον9. Δι' αυτά δακρύζω, σκεπτόμενος πόσον μεγάλην δόξαν πρόκειται να στερηθώμεν, πόσην ελπίδα αγαθών, και αυτό συνεχώς και παντοτεινά, δια να μη καταβάλωμεν μικράν προσπάθειαν.
Διότι εάν ήτο κόπος πολύς και νόμος δυσβάστακτος, έπρεπε βέβαια και πάλιν να τα κάνωμεν όλα, αλλά πολλοί από τους οκνηρούς θα ενόμιζαν ότι έχουν κάποιαν δικαιολογίαν, ψυχράν βεβαίως, αλλά θα ενόμιζαν ότι έχουν, τον μεγάλον όγκον των εντολών, και το ότι είναι μεγάλος κόπος, και ατελείωτος ο χρόνος και αβάστακτον το φορτίον. Τώρα όμως τίποτε τέτοιο δεν ημπορεί να προβάλλεται ως δικαιολογία, όταν λάβωμεν υπ' όψιν το πυρ της γεέννης που θα μας κατατρώγη τον καιρόν εκείνον, κατά τον οποίον εξ αιτίας μικράς αποκλίσεως και ολίγου ιδρώτος θα έχωμεν χάσει τον ουρανόν και τα απερίγραπτα αγαθά. Διότι και ο χρόνος είναι σύντομος και ο κόπος ολίγος· και όμως έχομεν εξαχρειωθή και περιεπέσαμεν πάλιν εις ηθικήν κατάπτωσιν. Εις την γην αγωνίζεσαι και εις του ουρανούς στεφανώνεσαι· από ανθρώπους τιμωρείσαι και τιμάσαι από τον Θεόν· δύο ημέρας τρέχεις και βραβεύεσαι αιωνίως· με το φθαρτόν σώμα αγωνίζεσαι και αι τιμαί αποδίδονται εις το άφθαρτον.
Αλλά και χωρίς αυτά πρέπει να σκεπτώμεθα και το εξής, ότι και αν δεν προτιμώμεν να υποστώμεν κάτι από τα οδυνηρά χάριν του Χριστού, κατ' ανάγκην θα τα υποστώμεν οπωσδήποτε κατ' άλλον τρόπον. Διότι ούτε εάν δεν αποθάνης δια τον Χριστόν, θα γίνης αθάνατος· ούτε εάν δεν αρνηθής τα χρήματα δια τον Χριστόν θα απέλθης από τον κόσμον αυτόν παίρνοντάς τα μαζί σου. Από σένα ζητεί εκείνα, τα οποία θα τα δώσης και χωρίς να τα ζητήση, επειδή είσαι θνητός·θέλει να κάμης αυτοπροαιρέτως εκείνα, τα οποία είναι ανάγκη να κάμης οπωσδήποτε. Τόσον μόνον δε απαιτεί επί πλέον, να γίνωνται δι' Εκείνον, αφού το να συμβούν και να παρέλθουν γίνεται οπωσδήποτε και από φυσικήν ανάγκην.
Είδες πόσον εύκολος είναι ο αγών; Εκείνα τα οποία είναι ανάγκη να πάθης οπωσδήποτε, προτίμησε να τα πάθης δι' Εμέ. Αυτό πρόσθεσε μόνον και θα θεωρήσω αρκετήν την υπακοήν. Το χρυσάφι το οποίον πρόκειται να δανείσης εις άλλον, δάνεισέ το εις Εμέ και με μεγαλύτερον επιτόκιον και με μεγαλυτέραν ασφάλειαν· το σώμα που πρόκειται να δώσης ως στρατιώτης εις άλλον, δώσε το εις Εμέ· διότι ξεπερνώ τους κόπους σου με τας ανταποδόσεις από την απέραντον αφθονίαν. Συ δε, εις μεν τα άλλα προτιμάς εκείνον που δίνει τα περισσότερα, και εις τους δανεισμούς και εις τα αγοράς και εις την στράτευσιν, τον Χριστόν όμως τον μόνον ο οποίος δίνει τα περισσότερα από όλους και απείρως περισσότερα, αυτόν δεν τον καταδέχεσαι.
Και διατί ο τόσον μεγάλος πόλεμος; Διατί αυτή η μεγάλη απέχθεια; από πού λοιπόν θα αρυσθής συγχώρησιν και δικαιολογίας κατά την απολογίαν, αφού, εις πράγματα εις τα οποία προτιμάς άλλους ανθρώπους αντί άλλων, δεν ανέχεσαι τον Θεόν και προτιμάς ανθρώπους; Διατί παραδίνεις τον θησαυρόν εις την γην; Δώσε τον εις το χέρι μου, λέγει· δεν νομίζεις ότι ο δεσπότης της γης είναι περισσότερον έμπιστος από την γην; Εκείνη θα σου αποδώσει αυτό που έθαψες, πολλές φορές δε ούτε και αυτό· ενώ αυτός θα σου δώσει και τόκους δια την φύλαξιν, διότι μας αγαπά πάρα πολύ. Δι' αυτό, και αν θελήσης να δανείσης, είναι έτοιμος· αν θελήσης να σπείρης, δέχεται τον σπόρον φιλοφρόνως· αν θελήσης να ανοικοδομήσης, σε έλκει κοντά του, λέγοντας έλα να οικοδομήσης εις αιδικά μου οικόπεδα. Διατί τρέχεις προς τους πτωχούς, προς ανθρώπους οι οποίοι μεταπίπτουν εις πτωχείαν; Τρέξε προς τον Θεόν, ο οποίος αντί μικρών πραγμάτων σου παρέχει μεγάλα. Αλλά ούτε αυτά δεν ανεχόμεθα να ακούωμεν και σπεύδομεν εκεί όπου γίνονται συμπλοκαί και πόλεμοι και πυγμαχίαι και δίκαι και συκοφαντίαι.
Άρα λοιπόν δεν έχει δίκαιον να μας αποστρέφεται και να μας τιμωρή, όταν εις όλα μας παρέχη τον εαυτόν Του και εμείς αντιδρώμεν; Είναι εις τον καθένα οπωσδήποτε φανερόν. Διότι, εάν θέλης να καλλωπισθής, λέγει, στολίσου με τον ιδικόν μου καλλωπισμόν10· εάν θέλης να πολισθής, οπλίσου με ιδικά μου όπλα11· εάν θέλης να ενδυθής, φόρεσε το ιδικόν μου ένδυμα12· εάν θέλης να τραφής, φάγε εις την ιδικήν μου τράπεζαν13· εάν θέλης να οδοιπορήσης, ακολούθησε την ιδικήν μου οδόν14· εάν θέλης να κληρονομήσης, κληρονόμησε την ιδικήν μου κληρονομίαν15· εάν θέλης να εισέλθης εις την πατρίδα, έμπα εις την πόλιν της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είμαι εγώ16· εάν θέλης να κτίσης οικία, έλα εις τας ιδικάς μου σκηνάς17. Διότι εγώ δι' όσα δίνω δεν ζητώ αμοιβήν, αλλά εάν θελήσης να χρησιμοποιήσης όλα τα ιδικά μου, δια την πράξιν σου αυτήν θα σου οφείλω επί πλέον και αμοιβήν. Τι θα ημπορούσε να γίνη ισάξιον προς αυτήν την γενναιοδωρίαν; Εγώ είμαι πατέρας, εγώ αδελφός, εγώ νύμφιος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ένδυμα, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιον, κάθε τι το οποίον θέλεις εγώ· να μη έχης ανάγκην από τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω· διότι ήλθα να υπηρετήσω, ότι να υπηρετηθώ18. Εγώ είμαι και φίλος19, και μέλος του σώματος20, και κεφαλή21 και αδελφός και αδελφή και μητέρα22, όλα εγώ· αρκεί να διάκεισαι φιλικά προς εμέ. Εγώ έγινα πτωχός δια σε· έγινα και επαίτης δια σε· ανέβηκα επάνω εις τον Σταυρόν δια σε· ετάφην δια σε· εις τον ουρανόν άνω δια σε παρακαλώ τον Πατέρα· κάτω εις την γην εστάλην από τον Πατέρα ως μεσολαβητής δια σε.
Όλα δι' εμέ είσαι συ· και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος τυ σώματος. Τι περισσότερον θέλεις; Διατί αποστρέφεσαι αυτόν που σε αγαπά; Διατί κοπιάζεις δια τον κόσμον; Διατί αντλείς νερό με τρυπημένον πιθάρι; Διότι αυτό σημαίνει να καταπονήσαι εις την ζωήν αυτήν. Διατί λαναρίζεις την φωτιάν; Διατί πυγμαχείς εις τον αέρα; Διατί τρέχεις άδικα; Κάθε τέχνη δεν έχει και ένα σκοπόν; Εις τον καθένα είναι οπωσδήποτε φανερόν. Δείξε μου και συ τον σκοπόν της σπουδής εις την ζωήν. Δεν ημπορείς, διότι «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»23.
Ας μεταβώμεν εις τους τάφους· δείξε μου τον πατέρα· δείξε μου την γυναίκα. Πού είναι εκείνος που εφορούσε χρυσά ενδύματα; Πού είναι εκείνος που εκάθητο επάνω εις το όχημα; Πού είναι εκείνος που είχε στρατούς, εκείνος που είχε το διάδημα, εκείνος που είχε τους αγγελιαφόρους; Πού είναι εκείνος ο οποίος άλλους μεν έσφαζεν, άλλους δε έρριπτεν εις την φυλακήν; Πού είναι εκείνος που εφόνευεν όσους ήθελε και απήλλασσε όσους ήθελε; Δεν βλέπω τίποτε εκτός από οστά και σκόρον και αράχνην· όλα εκείνα έγιναν χώμα, όλα εκείνα είναι μύθος, όλα είναι όνειρον και σκιά και απλή εξιστρόρησις και ζωγραφική παράστασις· ή μάλλον ούτε ζωγραφική παράστασις. Διότι την μεν παράστασιν την βλέπομεν έστω και εις εικόνα· εδώ όμως ούτε εικόνα βλέπομεν. Και μακάρι να εσταματούσαν μέχρις εδώ τα δεινά. Τώρα όμως η μεν τιμή και η απόλαυσις και η λαμπρότης κατήντησαν σκιά, λέξεις· τα επακόλουθα όμως αυτών, δεν είναι πλέον σκιά και λέξεις, αλλά παραμένουν και θα μεταβούν μαζί μας εκεί και θα φανερωθούν είς όλους· αι αρπαγαί, αι πλεονεξίαι, αι πορνείαι, αι μοιχείαι, τα απειράριθμα δεινά. Αυτά δεν έχουν μεταβληθή εις εικόνα και τέφραν, αλλ' είναι γραμμένα εις τον ουρανόν και οι λόγοι και αι πράξεις.
Με ποιους λοιπόν οφθαλμούς θα ίδωμεν τον Χριστόν; Διότι εάν δεν ημπορή να ιδή κανείς τον πατέρα του, συναισθανόμενος ότι έσφαλεν απένταντί του, Εκείνον που είναι απείρως πραότερος από τον Πατέρα πώς θα τον ατενίσωμεν τότε; Πώς θα τον υποφέρωμεν; Διότι θα παραστώμεν εις το βήμα του Χριστού και θα γίνη λεπτομερής εξέτασις όλων. Εάν δε κανείς δεν πιστεύη εις την μέλλουσαν κρίσιν, ας ιδή όσα συμβαίνουν εδώ, αυτούς που ευρίσκονται εις τας φυλακάς, εις τα μεταλλορυχεία, εις τας κοπριάς, τους δαιμονοπλήκτους, τους παράφρονας, εκείνους που βασανίζονται από ανιάτους ασθενείας, εκείνους που αγωνίζονται με την διαρκή πτωχείαν, εκείνους που συζούν με την πείναν, εκείνους που έχουν ριφθή εις αφόρητον πένθος, εκείνους που ευρίσκονται εις αιχμαλωσίαν. Διότι αυτοί δεν θα υφίσταντο αυτά τώρα, εάν δεν θα ανέμενε και όλους τους άλλους που έκαναν τας αμαρτίας αυτάς τιμωρία και κόλασις. Εφ' όσον δε εδώ τίποτε δεν υπέστησαν οι υπόλοιποι, και μόνον αυτό πρέπει να σου είναι απόδειξις ότι οπωσδήποτε κάτι υπάρχει μετά από την αποδημίαν από τον κόσμον αυτόν.
Διότι δεν είναι δυνατόν, ενώ ο ίδιος ο Θεός είναι δι' όλους, άλλους μεν να τους τιμωρήση, άλλους δε να τους αφήση ατιμώρητους, μολονότι διέπραξαν τα ίδια ή και χειρότερα αμαρτήματα, εάν δεν επρόκειτο να τους επιβάλη κάποιαν τιμωρίαν εκεί.
Από αυτάς λοιπόν τας σκέψεις και τα παραδείγματα ας ταπεινώσωμεν και εμείς τους εαυτούς μας και όσοι απιστούν εις την κρίσιν, ας πιστεύσουν λοιπόν και ας γίνουν καλύτεροι, εις τρόπον ώστε αφού ζήσωμεν εδώ όπως αξίζει εις την βασιλείαν, να αξιωθώμεν και των μελλόντων αγαθών με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα αιωνίως. Αμήν.
«Ἀπὸ τὴν συκιὰ θὰ καταλάβετε τὴν παραβολήν. Ὅταν ὁ κλάδος της γίνῃ ἤδη ἁπαλὸς καὶ βλαστήσουν τὰ φύλλα, καταλαβαίνετε ὅτι πλησιάζει τὸ καλοκαίρι. Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν ἰδῆτε ὅλα αὐτά, νὰ γνωρίζετε ὅτι εἶναι πλησίον, εἰς τὴν πόρτα».
Επειδή είπεν, ότι «ευθύς μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων», αυτοί δε εζητούσαν αυτό ακριβώς, μετά από πόσον χρόνον, και αυτήν κυρίως την ημέραν επιθυμούσαν να γνωρίσουν, δι' αυτό αναφέρει το παράδειγμα της συκής, δεικνύων ότι δεν θα μεσολαβήση πολύ διάστημα, αλλ' ότι ευθύς αμέσως θα έλθη και η Παρουσία, πράγμα το οποίον μάλιστα εδήλωσεν όχι μόνον με την παραβολήν, αλλά και με τας μετέπειτα λέξεις, λέγων«γινώσκετε ότι εγγύς έστιν επί θύραις».
Εδώ προφητεύει και κάτι άλλο, θέρος πνευματικόν, και ότι κατ' εκείνην την ημέραν από τον χειμώνα του παρόντος θα επικρατήση γαλήνη χάριν των δικαίων· δια τους αμαρτωλούς αντιθέτως από θέρος θα γίνη χειμών. Αυτό το εδήλωσε παρακάτω όταν είπεν ότι η ημέρα της Παρουσίας θα έλθη ενώ αυτοί θα επιδίδωνται εις απολαύσεις.
Δεν ανέφερεν όμως την παραβολήν της συκής μόνον δι' αυτό, δια να φανερώση τον χρόνον, διότι ημπορούσε και με άλλον τρόπον να τον παραστήση, αλλά δια να επιβεβαιώση και με τον τρόπον αυτόν όσα είπεν, ότι οπωσδήποτε θα συμβούν. Διότι όπως αυτό είναι αναγκαίον επακόλουθον, έτσι και εκείνο. Δια τούτο, όπου τυχόν θέλει να τονίση ότι αυτό που λέγει θα συμβή οπωσδήποτε, παρεμβάλλει φυσικάς αναγκαιότητας, τόσον ο ίδιος όσον και ο μακάριος Παύλος μιμούμενος αυτόν. Δι' αυτό όταν ομιλή περί της Αναστάσεως λέγει· «εάν ο σπόρος του σιταριού δεν πέση εις την γην και πεθάνη, μένει αυτός μόνος, εάν όμως πεθάνη φέρει πολύν καρπόν»24. Από εκεί και ο μακάριος Παύλος διδαχθείς χρησιμοποιεί το ίδιον παράδειγμα, όταν ομιλή εις τους Κορινθίους περί της Αναστάσεως. Διότι λέγει· «ανόητε, εκείνο που σπέρνεις εσύ δεν παίρνει ζωήν, εάν πρώτα δεν πεθάνη»25.
Έπειτα, δια να μη επανέλθουν γρήγορα πάλιν εις το ίδιον θέμα και ερωτήσουν πότε, τους επαναφέρει εις τα προηγούμενα, λέγων· «σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα περάση η γενεά αυτή, πριν γίνουν όλα αυτά». «Όλα αυτά»· ποια; ειπέ μου. Τα αφορώντα τα Ιεροσόλυμα, τους πολέμους, τους λιμούς, τους λοιμούς, τους σεισμούς, τους ψευδοχρίστους, τους ψευδοπροφήτας, την διάδοσιν του Ευαγγελίου παντού, τας επαναστάσεις, τας ταραχάς, όλα τα άλλα τα οποία είπαμεν ότι θα συμβούν μέχρι την Παρουσίαν Του.
Διατί όμως, λέγει, είπεν «η γενεά αυτή»; Το είπεν ομιλών όχι δια την τότε γενεάν, αλλά δια την γενεάν των πιστών. Διότι συνηθίζει να χαρακτηρίζη την γενεάν όχι μόνον από τους χρόνους, αλλά και από το είδος της θρησκείας και της συμπεριφοράς· όπως όταν λέγη· «Αυτή η γενεά εκείνων που ζητούν τον Κύριον»26. Διότι, εκείνο το οποίον έλεγεν ανωτέρω, ότι δηλαδή «πρέπει όλα αυτά να γίνουν» και ότι· «θα κηρυχθή το Ευαγγέλιον», αυτό επισημαίνει και εδώ, λέγων ότι οπωσδήποτε θα συμβούν όλα αυτά και ότι η γενεά των πιστών θα παραμείνη, χωρίς να διακοπή από τίποτε εξ όσων ελέχθησαν. Αντιθέτως, και τα Ιεροσόλυμα θα καταστραφούν και η πλειονότης των Ιουδαίων θα αφανισθή, αυτήν την γενεάν δε τίποτε δεν θα την ξεπεράση, ούτε λιμός, ούτε μολυσματική ασθένεια, ούτε σεισμός, ούτε αι ταραχαί των πολέμων, ούτε ψευδόχριστοι, ούτε ψευδοπροφήται, ούτε απατεώνες, ούτε οι προδόται, ούτε οι σκανδαλοποιοί, ούτε οι ψευδάδελφοι, ούτε καμμιά άλλη παρομοία δοκιμασία.
Έπειτα, δια να τους κάμη να πιστεύσουν περισσότερον, λέγει· «ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν»27. Δηλαδή, ότι αυτά τα στερεοποιημένα και τα ακίνητα ευκολώτερα θα εξαφανισθούν, παρά θα διαψευχθή κάτι από τους λόγους μου. Και όποιος αμφιβάλλει περί αυτών ας εξετάση με προσοχήν όσα ελέχθησαν και εάν τα εύρη αληθινά (και θα τα εύρη οπωσδήποτε) από τα παρελθόντα ας πιστεύση και εις τα μέλλοντα, και ας τα εξετάση όλα με ακρίβειαν και θα ιδή την εξέλιξιν των πραγμάτων να επιβεβαιώνη την αλήθειαν της προφητείας. Τα δε στοιχεία του κόσμου (τον ουρανόν και την γην) τα παρενέβαλεν εις τον λόγον, αφ' ενός δια να δηλώση ότι η Εκκλησία είναι προτιμωτέρα του ουρανού και της γης, αφ' ετέρου δια να δείξη και με αυτά ότι είναι δημιουργός του παντός. Διότι, επειδή ωμίλησε περί της συντελείας του κόσμου, πράγμα το οποίον πολλοί αμφισβητούν, ανέφερε τον ουρανόν και την γην δια να δείξη την ανυπολόγιστον δύναμίν Του και να δηλώση με πολλήν εξουσίαν, ότι είναι κύριος του παντός και με αυτά να κάμη αξιόπιστα όσα είπε και εις εκείνους που αμφιβάλλουν πάρα πολύ.
«Δια την ημέραν δε εκείνην και την ώραν κανείς δεν γνωρίζει τίποτε, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά μόνον ο Πατήρ μου». Με την δήλωσιν «ούτε οι άγγελοι» τους απεστόμωσεν, ώστε να μη ζητήσουν να μάθουν ό,τι δεν γνωρίζουν εκείνοι, λέγων δε «ούτε ο Υιός» τους εμποδίζει όχι μόνον να μάθουν, αλλά και να ερευνούν. Ότι δε δι' αυτό το είπε, βλέπε πώς τους απεστόμωσε καλύτερα μετά την ανάστασιν, όταν τους είδε να γίνωνται περισσότερον περίεργοι. Διότι τώρα μεν τους ανέφερε πολλά και διάφορα τεκμήρια, τότε δε τους είπεν απλώς· «δεν είναι ιδική σας υπόθεσις να γνωρίζετε τους χρόνους ή τους καιρούς»28. Έπειτα, δια να μη είπουν ότι παρεμελήθημεν, περιεφρονήθημεν, ούτε αυτού δεν είμεθα άξιοι, λέγει· «τους οποίους ώρισεν ο Πατήρ κατά την ιδικήν του εξουσίαν»29. Διότι εφρόντιζε πάρα πολύ να τους τιμά και να μη τους αποκρύπτη τίποτε. Δια τούτο αυτό το αφήνει εις την δικαιοδοσίαν του Πατρός, αφ' ενός δια να κάμη το πράγμα φοβερόν, και αφ' ετέρου να αποκλείση εκείνους να πληροφορηθούν αυτό που ελέχθη...
...Δι' αυτό ακριβώς, αφού τα είπεν όλα, και τους χρόνους και τους καιρούς και αφού μας ωδήγησε μέχρι των θυρών (διότι λέγει· «είναι κοντά, εις την θύραν»), απεσιώπησε την ημέραν. Εάν μεν λοιπόν ζητής την ημέραν και την ώραν, λέγει, δεν θα την ακούσης από εμέ· εάν όμως ζητής να μάθης τους καιρούς και τα προοίμια της παρουσίας, θα σου τα είπω όλα με ακρίβειαν χωρίς να αποκρύψω τίποτε.
Ότι μεν λοιπόν δεν αγνοώ την ημέραν της παρουσίας το απέδειξα δια πολλών, αφού σου είπα τα χρονικά διαστήματα και όλα όσα θα συμβούν και το χρονικόν διάστημα που θα μεσολαβήση από τον χρόνον αυτόν μέχρι της ημέρας εκείνης (διότι αυτό το εφανέρωσεν η παραβολή της συκής), και σε ωδήγησα μέχρι τα ίδια τα πρόθυρα· εάν δε δεν σου ανοίγω τας θύρας, το κάμνω δια το συμφέρον σου.
Δια να μάθης δε και από αλλού, ότι η σιωπή του δεν ωφείλετο εις άγνοιαν, ιδέ ότι μαζί με όλα όσα είπεν επρόσθεσε και άλλο σημείον· «όπως κατά τας ημέρας του Νώε οι άνθρωποι έτρωγαν και έπιναν, ενυμφεύοντο και υπανδρεύοντο μέχρι την ημέραν που ήλθεν ο κατακλυσμός και τους άρπαξεν όλους, έτσι θα γίνη και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου». Αυτά δε τα είπε δια να φανερώση ότι θα έλθη αστραπιαίως και αιφνιδίως και ενώ οι περισσότεροι θα επιδίδωνται εις απολαύσεις. Αυτό εξ άλλου το λέγει και ο Παύλος όταν γράφη· «Όταν ομιλούν περί ειρήνης και ασφαλείας, τότε έρχεται επάνω τους αιφνίδια η καταστρφή»30· και δια να φανερώση το απροσδόκητον της παρουσίας έλεγεν· «Όπως ο κοιλόπονος εις την έγκυον»31.
Διατί λοιπόν λέγει «μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων»32; Διότι, εάν τότε υπάρχη απόλαυσις και ειρήνη και ασφάλεια, όπως λέγει ο Παύλος, διατί λέγει «μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων»; Εάν υπάρχη τρυφή, πώς θα υπάρχη θλίψις; Τρυφή και ειρήνη θα υπάρχη δι' εκείνους που είναι αναίσθητοι. Δι' αυτό δεν είπεν όταν θα υπάρχη ειρήνη, αλλά «όταν λέγωσιν ειρήνην και ασφάλειαν», θέλων να δείξη την αναισθησίαν αυτών, όπως οι επί της εποχής του Νώε οι οποίοι επεδίδοντο εις απολαύσεις εν μέσω τόσων κακών. Όχι βεβαίως οι δίκαιοι, οι οποίοι επερνούσαν με θλίψιν και δυσφορίαν.
Με αυτά δείχνει, ότι όταν έλθει ο αντίχριστος θα επιταθούν αι ανάρμοστοι ηδοναί, θα αυξηθούν μεταξύ εκείνων οι οποίοι είναι παράνομοι και έχουν χάσει την ελπίδα της σωτηρίας των. Τότε θα εμφανισθούν γαστριμαργίαι, θορυβώδεις διασκεδάσεις και μέθαι. Δι' αυτό αναφέρει και παράδειγμα κατάλληλον προς την περίστασιν. Διότι όπως, λέγει, δεν επίστευσαν όταν κατεσκευάζετο η Κιβωτός, και ενώ ευρίσκετο ανάμεσά τους προαναγγέλλουσα τα δεινά που επρόκειτο να συμβούν, εκείνοι βλέποντάς την διεσκέδαζαν ωσάν να μη επρόκειτο να συμβή κανένα κακόν, έτσι και τώρα, θα φανή μεν ο αντίχριστος μετά τον οποίον θα επέλθη η συντέλεια και τα δεινά τα συνεπακόλουθα της συντελείας και αι αβάσταχτοι τιμωρίαι, αυτοί όμως κατεχόμενοι από την μέθην της κακίας ούτε καν θα αισθανθούν τον φόβον των όσων θα συμβούν. Δι' αυτό και ο Παύλος λέγει ότι τα φοβερά εκείνα και αφόρητα δεινά θα εμφανισθούν όπως ο κοιλόπονος εις την έγκυον.
...Έπειτα πάλιν αναφέρει άλλο σημείον, με όλα δε αυτά κάμει ολοφάνερον ότι δεν αγνοεί την ημέραν της παρουσίας. Ποιον δε είναι το σημείον αυτό; «Τότε δύο θα βρίσκωνται εις τον αγρόν, ο ένας παραλαμβάνεται και ο άλλος αφήνεται. Δύο γυναίκες θα ανέλθουν εις τον μύλον· η μια παραλαμβάνεται και η άλλη αφήνεται. Να είσθε λοιπόν άγρυπνοι, διότι δεν γνωρίζετε ποιαν ώραν έρχεται ο Κύριός σας». Όλα αυτά είναι δείγματα ότι γνωρίζει την ημέραν και ταυτοχρόνως τους εκτρέπει από την ερώτησιν. Δι' αυτό ακριβώς ανέφερε και τας ημέρας του Νώε και δια τούτο είπε και το «δύο επί κλίνης», δια να δηλώση τούτο, ότι θα έλθη εντελώς απροσδοκήτως και ενώ αυτοί θα είναι αμέριμνοι, και «δύο αλήθουσαι», που και αυτό είναι δείγμα αμεριμνησίας.
Και μαζί με αυτό αναφέρει ότι και υπηρέται και κύριοι παραλαμβάνονται και αφήνονται και αφήνονται αδιακρίτως, και εκείνοι που είναι ελεύθεροι και εκείνοι που κοπιάζουν, και από αυτήν την κοινωνικήν θέσιν και από την άλλην, όπως λέγει και εις την Παλαιάν Διαθήκην· «από εκείνον που κάθεται εις τον θρόνον, μέχρι την αιχμάλωτον γυναίκα που είναι εις τον μύλον»33. Διότι, επειδή είπεν, ότι δυσκόλως σώζονται οι πλούσιοι34, θέλει να δείξη ότι ούτε αυτοί οπωσδήποτε θα χαθούν, ούτε οι πτωχοί θα σωθούν όλοι, αλλ' ότι και από εκείνους και από αυτούς και θα σωθούν και θα χαθούν. Εγώ όμως νομίζω πως θέλει να φανερώση και ότι η παρουσία θα γίνη κατά την διάρκειαν της νυκτός. Διότι αυτό λέγει και ο Λουκάς35. Βλέπεις πώς τα εγνώριζεν όλα με ακρίβειαν;
Έπειτα πάλιν, δια να μη ερωτήσουν, επρόσθεσε· «Να είσθε άγρυπνοι λοιπόν, διότι δεν γνωρίζετε ποιαν ώραν έρχεται ο Κύριός σας». Δεν είπε «δεν γνωρίζω», αλλά «δεν γνωρίζετε». Διότι, ενώ τους οδηγεί εις αυτήν σχεδόν την ώραν και τους στήνει, πάλιν τους απομακρύνει από την ερώτησιν, επειδή θέλει να τους κρατή εις διαρκή αγωνίαν. Δι' αυτό λέγει «γρηγορείτε», δείχνοντας ότι δι' αυτό δεν τους αποκαλύπτει την ώραν. «Γνωρίζετε όμως τούτο, ότι εάν εγνώριζεν ο οικοδεσπότης ποιαν ώραν της νυκτός θα ήρχετο ο κλέπτης, θα αγρυπνούσε και δεν θα άφηνε να διαρρήξουν την οικίαν του. Δι' αυτό και σεις να είσθε έτοιμοι, διότι ο Υιός του ανθρώπου θα έθλη την ώραν που δεν περιμένετε». Δι' αυτό δεν τους την αποκαλύπτει, δια να αγρυπνούν, δια να είναι πάντοτε έτοιμοι. Δι' αυτό λέγει, όταν δεν θα περιμένετε, τότε θα έλθη, επειδή θέλει να ευρίσκωνται εις διαρκή αγωνίαν και πάντοτε εις την αρετήν. Εκείνο δε το οποίον εννοεί είναι το εξής· εάν εγνώριζαν οι πολλοί πότε θα αποθάνουν, θα έδειχναν προθυμίαν κατά την ώραν εκείνην.
Δια να μη δείχνουν λοιπόν ενδιαφέρον μόνον κατ' εκείνην την ώραν, δι' αυτό δεν τους αποκαλύπτει ούτε την κοινήν ώραν, ούτε την ώραν του καθενός, επειδή θέλει να την περιμένουν διαρκώς, δια να καταβάλλουν προσπάθειαν πάντοτε. Δι' αυτό έκαμε και το τέλος της ζωής του καθενός άγνωστον. Έπειτα ονομάζει φανερά τον εαυτόν Του Κύριον, ενώ δεν το έχει είπει πουθενά τόσον σαφώς. Εδώ δε νομίζω ότι επιπλήττει τους οκνηρούς, διότι δεν δείχνουν τόσον ενδιαφέρον δια την ψυχήν των, όσον ενδιαφέρον δείχνουν δια τα χρήματά των εκείνοι που περιμένουν κλέπτην. Διότι εκείνοι μεν όταν περιμένουν κλέπτην αγρυπνούν και δεν αφήνουν τίποτε από όσα υπάρχουν μέσα να αρπαχθή· ενώ σεις, αν και γνωρίζετε ότι θα έλθη, και θα έλθη οπωσδήποτε, δεν μένετε άγρυπνοι, λέγει, και προπαρασκευασμένοι, ώστε να μη αφαρπασθήτε από εδώ απροετοίμαστοι. Δι' αυτό η ημέρα των αδρανών έρχεται προς όλεθρόν των. Διότι, όπως εκείνος, εάν εγνώριζε την ημέραν, θα ημπορούσε να διαφύγη τον όλεθρον, έτσι και σεις, εάν είσασθε έτοιμοι θα τον διαφύγετε. Έπειτα, επειδή ανεφέρθη εις την κρίσιν, στρέφει τον λόγον και προς τους διδασκάλους, ομιλών περί τιμωρίας και αμοιβών· και αφού ανέφερε πρώτους τους εναρέτους, τελειώνει με τους αμαρτωλούς, κατακλείων τον λόγον με τας απειλάς.
...Αφού επίσθημεν από όλα αυτά, ότι δεν είναι δυνατόν να σωθώμεν εάν δεν αποβλέπωμεν εις το κοινόν συμφέρον και αφού είδαμεν τον δούλον που εδιχοτομήθη και εκείνον που έκρυψε το τάλαντον εις την γην, ας προτιμήσωμεν αυτήν την οδόν, δια να κερδήσωμεν και την αιώνιον ζωήν, την οποίαν εύχομαι να επιτύχωμεν όλοι, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα αιωνίως. Αμήν.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου