Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Ἀτενίζοντας τὸν οὐρανὸ

 
 
Έτσι, σὰν ἀποσβολωμένοι, ἔμειναν οἱ ἕνδεκα νὰ κοιτάζουν! Νὰ κοιτάζουν πάνω, ψηλά, στὸν οὐρανό...
Τί προσπαθοῦσαν λοιπὸν νὰ διακρίνουν;Ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ὁ ἀναστὰς Κύριος, ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ λατρευτὸς τῆς καρδιᾶς τους, τοὺς εἶχε ἐμφανιστεῖ γιὰ στερνὴ φορά. Μὰ αὐτοὶ δὲν τὸ ἤξεραν
ἀκόμα! Τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες  καὶ τοὺς εἶπε νὰ περιμένουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ σὲ λίγες μέρες ἐπρόκειτο νὰ ἔρθει ἐπάνω τους καὶ νὰ τοὺς γεμίσει μὲ  δύναμη θεϊκὴ γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ ἀπο
-στολή τους. Κι ἀφοῦ τοὺς ἄφησε τὶς τελευταῖες Του ὑποθῆκες, τοὺς πῆρε μετὰ καὶ τοὺς ὁδήγησε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἑνάμισι χιλιόμετρο περίπου, στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Καὶ μόλις ἔφτασαν ἐκεῖ, σήκωσε ὁ Ἀναστὰς τὰ πανάγια χέρια Του – κατάστικτα ἀπὸ τὰ τραύματα τοῦ Σταυροῦ – καὶ ἄρχισε νὰ ἐκχέει ἐπάνω τους τὴν ἀναστάσιμη εὐλογία Του.Τότε ἀκριβῶς, καὶ ὄντας στὴ στάσηαὐτὴ τῆς εὐλογίας, τὰ μάτια τῶν μαθητῶνἀντίκρισαν θέαμα ἐκπληκτικό. Ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ μὴν πατᾶ στὴ γῆ, πῆρε νὰ
ὑψώνεται ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Νεφέλη φωτεινὴ χαμήλωσε, καὶ ἀνάλαφρα, σὰν σὲ φτερὰ ἀνέμου, Τὸν πῆρε ἐπάνω της καὶ ἄρχισε νὰ Τὸν ἀνεβάζει στὸν οὐρανό. Καὶ οἱ μαθητὲς κοιτοῦσαν. Καὶ ὁ Κύριος
εὐλογοῦσε...Πόσο κράτησε ἡ σκηνὴ αὐτή; Δὲν ξέρουμε. Ξέρουμε ὅμως ὅτι ἔμειναν μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στὸν οὐρανό, ἀκόμα κι ὅταν ἔπαψε πιὰ νὰ φαίνεται ὁ Διδάσκαλος. Ἐκεῖνος εἶχε πλέον ἐξαφανιστεῖ,  κι αὐτοὶ ἀκόμα κοιτοῦσαν. Σὰν σὲ ὄνειρο, σὰν ἀποσβολωμένοι. Δύο λευκοντυμένοι ἄγγελοι τοὺς συν­ έφεραν ἀπὸ τὴν ἔκπληξη: «Τί στέκεστε  μὲ βλέμμα ἀκίνητο νὰ κοιτᾶτε στὸν οὐρανό; τοὺς εἶπαν. Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ Τὸν εἴδατε νὰ ἀναλαμβάνεται, Αὐτὸς πάλι θά ’ρθει στὴ γῆ, κατὰ τὴ Δευτέρα Του Παρουσία, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως καὶ ἀναλήφθηκε». Ἔτσι τοὺς εἶπαν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ Ἀ
πό­στολοι κατέβασαν πιὰ τὰ βλέμματά τους.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς ποὺ περιγράφει τὴ  σκηνή, χρησιμοποιεῖ ἕναν εἰδικὸ ρημα­τικὸ τύπο γιὰ νὰ δείξει τὴ διάρκεια τῆς  στάσεως αὐτῆς τῶν Ἀποστόλων. Γράφει: «Ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξ. α ́ 10). Συνέχιζαν ἀκόμα νὰ ἀτενίζουν ψηλά, στὸν οὐρανό.. Καὶ πῶς μποροῦσαν νὰ κάνουν διαφορετικά;
Μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τί ἦταν γιὰ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Κύριος Ἰησοῦς; Τὸ πᾶν. Ὁ πατέρας τους, ὁ ἀδελφός τους,  ὁ φίλος τους, ἡ ζωή τους, ἡ πνοή τους, ἡ ὑπόθεση τοῦ εἶναι τους, τὸ ἀγαλλίαμα τῆς καρδιᾶς τους. Πῶς νὰ μὴν κοιτοῦν  κατὰ κεῖ ποὺ κατευθύνθηκε Ἐκεῖνος; Στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ βρίσκεσαι, στὴν  ἀποβάθρα τοῦ λιμανιοῦ, καὶ συμβαίνει νὰ  φεύγει κάποιος δικός σου γιὰ ταξίδι μακρινό, καὶ δὲν χορταίνεις νὰ βλέπεις μὲ  δακρυσμένα μάτια πρὸς τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔχασες τελικὰ ἀπὸ τὸ βλέμμα  σου. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ δικοί Του νὰ μὴν ἀτενίζουν πρὸς τὸν οὐρανό, ἐκεῖ
ποὺ ἔφυγε, ποὺ πῆγε νὰ ἐγκατασταθεῖ ὁ  λατρευτός τους;
Ἀλλὰ ἡ στάση αὐτὴ τῶν μαθητῶν τοῦ  Κυρίου, μὲ τὰ πρόσωπα στραμμένα πρὸς τὰ ἄνω, μὲ τὰ βλέμματα καρφωμένα στὸν  οὐρανό, ἄραγε δὲν ὑποδεικνύει καὶ σὲ μᾶς ἀνάλογη στάση, διάθεση καρδιᾶς,  κατεύθυνση βλέμματος ἐσωτερικοῦ;
Μήπως μόνο γιὰ τοὺς Ἀποστόλους ὁ  Κύριος ἦταν ὁ φίλος, ὁ Πατέρας, ὁ ἀδελφός; Τὸ ἴδιο δὲν εἶναι καὶ γιὰ μᾶς; Πῶς  λοιπὸν καὶ τὰ δικά μας βλέμματα νὰ μὴν εἶναι στραμμένα ἐκεῖ; Πῶς κι ἐμεῖς νὰ μὴν ἀγναντεύουμε τὸν Οὐρανό; Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Κεφαλή μας. Ἐκεῖ ἡ χαρά μας, ἡ ζωή μας, ἡ ἀγάπη μας, ἡ εἰρήνη μας, ὁ θησαυρός μας. Πῶς νὰ μὴν εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας ἐκεῖ; Ἐκεῖ ὁ τόπος τῆς καταπαύσεώς μας, ἡ ἀληθινὴ πατρίδα μας. «Οὐ  γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ  τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ ́  14). Πῶς νὰ μὴ στενάζουμε, πῶς νὰ μὴ  σηκώνουμε τὰ μάτια μας ψηλά, ὅπως ὁ  ἐξόριστος, ὁ ξενιτεμένος, ἀπὸ τὸν τόπο  τῆς ξενιτειᾶς, τῆς ἐξορίας, πρὸς τὴν πατρίδα; Τὴν Πατρίδα μας ποθοῦμε. Τὸ θησαυρό μας ζητοῦμε.
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πόθοι μας καὶ οἱ σκέψεις μας, τὰ λόγια μας, τὰ αἰσθήματά μας, οἱ λογισμοί μας, οἱ πράξεις μας, ὅλα πρέπει  νὰ εἶναι στραμμένα ἐκεῖ. Ὅλα ὑπέργεια, οὐράνια. Τίποτε γήινο, τίποτε χωματένιο,
προσωρινό. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πολὺς κόσμος ἄλλο δὲν κάνουν παρὰ νὰ κατατρίβονται μὲ τὴ ματαιότητα, τὸ χρῆμα, τὴν  ύλη, τὴ σάρκα – χαμένα πράγματα, προορισμένα γιὰ τὴ φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύνθεση ἐμεῖς νὰ συντονίζουμε τὴ ζωή μας  στὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς: «Τὰ τῆς γῆς ἐπὶ τῆς γῆς καταλιπόντες, τὰ τῆς τέφρας τῷ χοῒ παραχωροῦντες, δεῦτε ἀνανήψωμεν, καὶ εἰς ὕψος ἐπάρωμεν ὄμματα καὶ νοήματα. Πετάσωμεν τὰς ὄψεις ὁμοῦ καὶ τὰς αἰσθήσεις ἐπὶ  τὰς οὐρανίους πύλας...». Ἂς ἀφήσου
με – μᾶς προτρέπει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός – τὰ γήινα κάτω, τὴ στάχτη στὸ χῶμα, κι ἂς σηκώσουμε ψηλὰ μάτια καὶ λογισμούς.
Βλέμματα καὶ αἰσθήσεις, ὅλα ἀναπεπτα μένα στὶς οὐράνιες πύλες... Ἐκεῖ! Στὸν Οὐρανό! «Ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς» (Ἑβρ. ς ́ 20)
 
ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ  Ο ΣΩΤΗΡ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αρχειοθήκη ιστολογίου