Έτσι περιγράφει ο Παλλάδιος την υποδοχή των ξένων στις σκήτες και στα ερημητήρια της Αιγύπτου και της Θηβαϊδος: «Όταν φθάσαμε από την Παλαιστίνη στην Αίγυπτο, επισκεφθήκαμε πρώτα τον Αββά Απολλώ. Μόλις έμαθαν τον ερχομό μας βγήκαν με παράταξη οι Μοναχοί της συνοδείας του να μάς προϋποντάσουν. Σαν έφθασαν κοντά μας, έβαλαν μετάνοια και μας χαιρέτησαν. Ύστερα με παράταξη, πάλι, οι γεροντότεροι εμπρός, οι νεώτεροι πίσω κι εμείς στη μέση, μάς οδήγησαν στα κελλιά. Εκεί μάς περίμενε ο Προεστώς. Όταν μάς είδε, έβαλε πρώτος εδαφιαία μετάνοια και μάς ασπάστηκε. Μάς πήγε στο κελλί του κι αφού έκανε τη συνηθισμένη γι' αυτές τις περιστάσεις προσευχή, μάς έβαλε να καθίσουμε. Ο ίδιος έφερε νερό και μάς έπλυνε τα πόδια κι ευθύς αμέσως μάς οδήγησε στην τράπεζα, όπου μάς περίμενε λιτό, μεν, αλλά καλοπεριποιημένο φαγητό.
Τέτοια υποδοχή έκανε σ' όλους τους Μοναχούς και ιερωμένους που τον επεσκέπτοντο. Συνήθιζε δε να λέγει στους μαθητές του:
Όταν έρχονται Μοναχοί, τέκνα μου, να τους βάζετε μετάνοια και να τους προσκυνάτε, όπως έκανε ο Πατριάρχης Αβραάμ. Δι' αυτών προσκυνείται ο Θεός. «Είδες τον Αδελφό σου; Είδες τον Θεόν σου».
Άλλος Γέροντας δίνει την εξής συμβουλή:
Όταν αντιληφθείς πως σου έρχονται επισκέπτες, πριν κτυπήσουν την πόρτα σου, προσευχήσου μ' αυτά τα λόγια στο Θεό: «Κύριε, προφύλαξε όλους μας από την κατάκριση και την κακογλωσσιά και κάνε να φύγουν από δω οι Αδελφοί μου ειρηνικοί κι ωφελημένοι».
Κάποτε οι Πατέρες της σκήτης έδωσαν εντολή να κρατήσουν νηστεία οι Αδελφοί μια εβδομάδα, δηλαδή να μη βάλουν τίποτε στο στόμα τους, ούτε νερό. Συνέβη όμως εκείνες τις ημέρες να επισκεφθούν τον Αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα Μοναχοί από την Αίγυπτο. Ο φιλόξενος Μωϋσής έψησε φακές για να τους περιποιηθεί.
Όταν είδαν καπνό να βγαίνει από την καλύβη τους, μερικοί όχι τόσο ενάρετοι Αδελφοί, είπαν στους Γέροντες:
-Ο Μωϋσής περιφρόνησε την προσταγή σας και ψήνει φαγητό.
Την Κυριακή που μαζεύτηκε στην Εκκλησία όλη η σκήτη, ο Πρεσβύτερος που γνώριζε τη μεγάλη αρετή του Οσίου, όταν πλησίασε να πάρει αντίδωρο, του είπε δυνατά, για ν' ακουστεί από όλους:
Εύγε, Αββά Μωϋσή γιατί παρέβεις μεν την εντολή των ανθρώπων, εφύλαξες όμως του Θεού την εντολή.
Ένας αρχάριος Μοναχός πήγε να συμβουλευτεί τον Αββά Ποιμένα. Ήταν το μέσον περίπου της Τεσσαρακοστής. Αφού εξομολογήθηκε τους λογισμούς του κι η ψυχή του αναπαύτηκε, είπε στον Όσιο:
-Παρ' ολίγο δε θ' αποφάσιζα να έλθω ως εδώ σήμερα και θα έχανα τόση ωφέλεια.
-Γιατί, τέκνο μου; ρώτησε ο Όσιος.
-Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, Αββά επειδή είναι Τεσσαρακοστή.
-Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο Αββάς Ποιμήν, δε συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτο. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χέιλη.
Όταν οι Αδελφοί της σκήτης προσκαλούσαν τον Όσιο Μακάριο να καθίσει στην τράπεζά τους, εκείνος πήγαινε μεν για να μη τους λυπήσει, έβαζε όμως στον εαυτό του αυτό τον όρο: Για το ποτήρι το κρασί που θα τού έδιναν να πιει, να μη βάλει καθόλου νερό στο στόμα του μια ολόκληρη μέρα. Οι αδελφοί που δεν τον ήξεραν, του έδιναν κρασί να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος το έπινε χωρίς αντίρρηση για να βασανίζει ύστερα τον εαυτό του. Ο υποτακτικός του όμως που έβλεπε τους αγώνες του, έλεγε στους άλλους Μοναχούς:
-Για την αγάπη του Χριστού, αδελφοί, μη του δίνετε να πίνει, γιατί από αύριο θ' αρχίσει να τιμωρεί τον εαυτό του.
Επισκέφτηκαν κάποτε ένα Κοινόβιο ο Αββάς Σιλουανός με το μαθητή του Ζαχαρία. Το πρωί που ξεκίνησαν να φύγουν, οι Μοναχοί του Κοινοβίου τους ανάγκασαν να φάγουν, μ' όλο που ήταν ημέρα νηστείας. Εκείνοι για να μη τους λυπήσουν, δέχτηκαν.
Ύστερα, καθώς πήγαιναν στο δρόμο τους βρήκαν μια μικρή πηγή. Ο Ζαχαρίας που διψούσε, ζήτησε την άδεια του Γέροντος να πιει νερό.
-Είναι νηστεία σήμερα, του υπενθύμισε εκείνος.
-Μα πριν από λίγο φάγαμε, Αββά.
-Εκείνο ήταν της φιλοξενίας το γεύμα, εξήγησε ο Όσιος, τώρα όμως δεν μάς αναγκάζει τίποτε να μη συνεχίσουμε τη νηστεία μας.
Ένας φιλομόναχος Επίσκοπος συνήθιζε να περιοδεύει μια φορά το χρόνο τις σκήτες και τα μοναστήρια της επαρχίας του. Σε μια τέτοια περιοδεία, κατάκοπος από τη μακρά οδοιπορία ζήτησε ν' αναπαυθεί λίγο στο κελλί ενός Ερημίτου. Ο αδελφός, αφού του έπλυνε τα πόδια, έστρωσε τράπεζα να τον φιλοξενήσει. Δεν είχε όμως άλλο τίποτε να προσφέρει στον Επίσκοπο από ψωμί κι αλάτι που συνήθιζε να τρώγει ο ίδιος.
-Ας με συγχωρήσει η αγιοσύνη σου, άρχισε ν' απολογείται ο Αδελφός για το φτωχό του τραπέζι. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο σ' αυτό το κελλί.
Ενθουσιασμένος ο Επίσκοπος για τη μεγάλη εγκράτεια των Μοναχών, είπε στον Αδελφό:
-Είθε του χρόνου που θα ξανάρθω, ούτε αλάτι να μη βρω.
Άλλος αρχάριος Μοναχός που είχε βάλει όρο στον εαυτό του να μη τρώει ψωμί, πήγε μια μέρα να επισκεφθεί ένα μεγάλο Γέροντα. Στο κελλί του βρήκε κι άλλους επισκέπτες. Ο Γέροντας μαγείρευε φαγητό για τους ξένους του. Σαν κάθισαν στην τράπεζα, ο αρχάριος έβγαλε τα βρεγμένα κουκιά που είχε φέρει μαζί του και τα έτρωγε. Ο Γέροντας που τον είδε, τον πήρε ύστερα από το φαγητό παράμερα και τον συμβούλεψε:
-Όταν τρώγεις με άλλους Αδελφούς, τέκνον μου, απόφευγε όσο μπορείς να δείχνεις την εγκράτειά σου, γιατί παραμονεύει η κενοδοξία να σου αφαιρέσει το μισθό σου. Αν πάλι είσαι αποφασισμένος να μη παραβαίνεις τους όρους σου, μένε στο κελλί σου κι απόφευγε τις επισκέψεις.
Από τη διδασκαλία σοφού Πατρός:
Όταν βρίσκεσαι με άλλους, μη θελήσεις να επιδείξεις την άσκησή σου. Μην πεις π.χ. πως δεν τρως ποτέ λάδι, ή ψάρι ή μαγειρεμένο φαγητό. Μόνο κρασί μη πίνεις για τον πόλεμο της σαρκός. Αν βρεθεί κάποιος ανόητος να σε κατηγορήσει γι' αυτό, μη λάβεις καθόλου υπόψη σου αυτή την κατηγορία.
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιο Γέροντα:
-Αν ποτέ βρεθώ στην τράπεζα μαζί με τους Πατέρες, τι πρέπει να κάνω, Αββά;
-Αντί της νηστείας προσκάλεσε κοντά την προσευχή.
-Είναι δυνατόν να προσεύχομαι, ενώ οι άλλοι θα συνομιλούν;
-Η βία, η αχώριστη σύντροφος του Μοναχού, τα κάνει όλα κατορθωτά, αποκρίθηκε ο Γέρων. Όποιος την αποχωρίζεται δεν ξέρω αν εξακολουθεί να παραμένει Μοναχός.
Από το Γεροντικό
http://agioritis.pblogs.gr
-Παρ' ολίγο δε θ' αποφάσιζα να έλθω ως εδώ σήμερα και θα έχανα τόση ωφέλεια.
-Γιατί, τέκνο μου; ρώτησε ο Όσιος.
-Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, Αββά επειδή είναι Τεσσαρακοστή.
-Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο Αββάς Ποιμήν, δε συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτο. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χέιλη.
Όταν οι Αδελφοί της σκήτης προσκαλούσαν τον Όσιο Μακάριο να καθίσει στην τράπεζά τους, εκείνος πήγαινε μεν για να μη τους λυπήσει, έβαζε όμως στον εαυτό του αυτό τον όρο: Για το ποτήρι το κρασί που θα τού έδιναν να πιει, να μη βάλει καθόλου νερό στο στόμα του μια ολόκληρη μέρα. Οι αδελφοί που δεν τον ήξεραν, του έδιναν κρασί να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος το έπινε χωρίς αντίρρηση για να βασανίζει ύστερα τον εαυτό του. Ο υποτακτικός του όμως που έβλεπε τους αγώνες του, έλεγε στους άλλους Μοναχούς:
-Για την αγάπη του Χριστού, αδελφοί, μη του δίνετε να πίνει, γιατί από αύριο θ' αρχίσει να τιμωρεί τον εαυτό του.
Επισκέφτηκαν κάποτε ένα Κοινόβιο ο Αββάς Σιλουανός με το μαθητή του Ζαχαρία. Το πρωί που ξεκίνησαν να φύγουν, οι Μοναχοί του Κοινοβίου τους ανάγκασαν να φάγουν, μ' όλο που ήταν ημέρα νηστείας. Εκείνοι για να μη τους λυπήσουν, δέχτηκαν.
Ύστερα, καθώς πήγαιναν στο δρόμο τους βρήκαν μια μικρή πηγή. Ο Ζαχαρίας που διψούσε, ζήτησε την άδεια του Γέροντος να πιει νερό.
-Είναι νηστεία σήμερα, του υπενθύμισε εκείνος.
-Μα πριν από λίγο φάγαμε, Αββά.
-Εκείνο ήταν της φιλοξενίας το γεύμα, εξήγησε ο Όσιος, τώρα όμως δεν μάς αναγκάζει τίποτε να μη συνεχίσουμε τη νηστεία μας.
Ένας φιλομόναχος Επίσκοπος συνήθιζε να περιοδεύει μια φορά το χρόνο τις σκήτες και τα μοναστήρια της επαρχίας του. Σε μια τέτοια περιοδεία, κατάκοπος από τη μακρά οδοιπορία ζήτησε ν' αναπαυθεί λίγο στο κελλί ενός Ερημίτου. Ο αδελφός, αφού του έπλυνε τα πόδια, έστρωσε τράπεζα να τον φιλοξενήσει. Δεν είχε όμως άλλο τίποτε να προσφέρει στον Επίσκοπο από ψωμί κι αλάτι που συνήθιζε να τρώγει ο ίδιος.
-Ας με συγχωρήσει η αγιοσύνη σου, άρχισε ν' απολογείται ο Αδελφός για το φτωχό του τραπέζι. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο σ' αυτό το κελλί.
Ενθουσιασμένος ο Επίσκοπος για τη μεγάλη εγκράτεια των Μοναχών, είπε στον Αδελφό:
-Είθε του χρόνου που θα ξανάρθω, ούτε αλάτι να μη βρω.
Άλλος αρχάριος Μοναχός που είχε βάλει όρο στον εαυτό του να μη τρώει ψωμί, πήγε μια μέρα να επισκεφθεί ένα μεγάλο Γέροντα. Στο κελλί του βρήκε κι άλλους επισκέπτες. Ο Γέροντας μαγείρευε φαγητό για τους ξένους του. Σαν κάθισαν στην τράπεζα, ο αρχάριος έβγαλε τα βρεγμένα κουκιά που είχε φέρει μαζί του και τα έτρωγε. Ο Γέροντας που τον είδε, τον πήρε ύστερα από το φαγητό παράμερα και τον συμβούλεψε:
-Όταν τρώγεις με άλλους Αδελφούς, τέκνον μου, απόφευγε όσο μπορείς να δείχνεις την εγκράτειά σου, γιατί παραμονεύει η κενοδοξία να σου αφαιρέσει το μισθό σου. Αν πάλι είσαι αποφασισμένος να μη παραβαίνεις τους όρους σου, μένε στο κελλί σου κι απόφευγε τις επισκέψεις.
Από τη διδασκαλία σοφού Πατρός:
Όταν βρίσκεσαι με άλλους, μη θελήσεις να επιδείξεις την άσκησή σου. Μην πεις π.χ. πως δεν τρως ποτέ λάδι, ή ψάρι ή μαγειρεμένο φαγητό. Μόνο κρασί μη πίνεις για τον πόλεμο της σαρκός. Αν βρεθεί κάποιος ανόητος να σε κατηγορήσει γι' αυτό, μη λάβεις καθόλου υπόψη σου αυτή την κατηγορία.
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιο Γέροντα:
-Αν ποτέ βρεθώ στην τράπεζα μαζί με τους Πατέρες, τι πρέπει να κάνω, Αββά;
-Αντί της νηστείας προσκάλεσε κοντά την προσευχή.
-Είναι δυνατόν να προσεύχομαι, ενώ οι άλλοι θα συνομιλούν;
-Η βία, η αχώριστη σύντροφος του Μοναχού, τα κάνει όλα κατορθωτά, αποκρίθηκε ο Γέρων. Όποιος την αποχωρίζεται δεν ξέρω αν εξακολουθεί να παραμένει Μοναχός.
Από το Γεροντικό
http://agioritis.pblogs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου