Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Η πορεία ενός προσκυνητού προς το Μοναστήρι



Η ΠΟΡΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Κάθε άνθρωπος συναντάει κομβικά σημεία στη πορεία της καθημερινής του ζωής, που άμεσα ή έμμεσα, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, καθορίζουν ή και στιγματίζουν το υπόλοιπο της ζωή του-τόσο στον παρόντα χρόνο, όσο και στο μέλλοντα. Για τον γράφοντα του πονήματος αυτού, κομβικό σημείο στη μέχρι τώρα ζωή του αναμφισβήτητα θεωρεί και το χτύπημα της πόρτας της ψυχής του από τον Κύριο Ιησού Χριστό(ένα από τα πολλά που μας κάνει ο Κύριος), που προήλθε μέσα από την γνωριμία και επαφή με το Ιερό Ησυχαστήριο Του στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης. Η σημασία της εύρεσης της πνευματικής αυτής όασης μπορεί να φανεί καθαρότερα εν συγκρίση με την πνευματική ξηρότητα και ανομβρία που χαρακτήριζε την κοσμική ζωήν που προηγείτο. Θα ήταν πιστεύω πρέπον η καταγραφή μιας στιγμιαίας ανασκόπησης της ζωής μου-όσον αφορά τα ποιοτικά στοιχεία αυτής- ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η εντύπωση που μου προξένησε η πρώτη μου επαφή με το χώρο του Ιερού Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος και Αγίας Σκέπης, και το μετέπειτα πλησίασμά μου προς την πνευματικότητα του χώρου αυτού. Έτσι Θα μπορέσει ίσως να γίνει ευκρινέστερη η σωτήρια αλλαγή πλεύσης της πορείας της ζωής μου, που για τον κάθε σύγχρονο άνθρωπο γίνεται επιτακτικότερη από ποτέ και εύχομαι να συντελεστεί σ' όλους μας με τη Χάρη του φιλάνθρωπου Θεού.

Με το βάπτισμα και το χρίσμα, κατά τη νηπιακή μου ηλικία, αξιώθηκα να γίνω μέλος της στρατευομένης εκκλησίας του Χριστού, μπαίνοντας στον πνευματικό στίβο του αγώνος για τη σωτηρία της ψυχής μου- δοξάζω καθημερινά το Θεό για το τίμιο όνομα του ορθοδόξου χριστιανού που μ' αξίωσε να φέρω πάνω μου. Γαλουχήθηκα μέσα σε ένα ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον απ' όπου άντλησα σημαντικά πνευματικά εφόδια. Γνώρισα τις δογματικές αλήθειες της ελληνορθοδόξου πίστεως- τόσο από την οικογένεια, όσο και από τους δασκάλους μου (δόξα τω Θεό)- και απέκτησα μια πνευματική μαγιά, που στο μέλλον αποδείχτηκε «γονιμότατη», όταν άρχισε η ζύμωση της πνευματικής μου υπόστασης κατά την ενηλικίωση και αποτέλεσε στερεό πνευματικό υπόβαθρο που με προστάτεψε από τους κλυδωνισμούς της εκοσμικευμένης πραγματικότητας.

Σύμφωνα με τα δεδομένα μιας εκλαϊκευμένης, απλοϊκής αντίληψης ήμουν ένας «καλός χριστιανός» ενήλικας. Ένας χριστιανός όμως που απλώς γνώριζε τα βασικά δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως, ένας χριστιανός που γνώριζε λίγα για το τυπικό της Ορθοδόξου λατρείας, ένας χριστιανός που δεν είχε συνειδητοποιήσει πλήρως τον σωτηριολογικό χαρακτήρα της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως, ένας χριστιανός δηλαδή κατ' όνομα, καθώς δεν εφάρμοζε στη σωστή κατεύθυνση και κλίμακα και στον ανάλογο βαθμό τις εντολές του Κυρίου. Ίσως να μην είχα ενστερνιστεί ή και διδαχθεί σωστά το λόγο του θεού, χωρίς να θέλω να αποποιηθώ των δικών μου ευθυνών. Η ουσία είναι ότι ήμουν ένας χριστιανός χωρίς πραγματική και αυθεντική πίστη. Δεχόμουν την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού και επιζητούσα μόνο σε κάθε δύσκολη περίσταση τη βοήθειά του, αποδεικνύοντας την εγωιστική και συμφεροντολογική σχέση που επιζητούσα να έχω με τον Θεό και τροφοδοτώντας την αχαριστία μου απέναντι Σ' αυτόν. Ήμουν τυπικά μόνο ένας χριστιανός μέσα στο ποίμνιο της Εκκλησίας, ουσιαστικά όμως βρισκόμουν εκτός της πραγματικής «ποίμνης». Η σχέση μου με την Χριστιανική πίστη περιορίστηκε σε τυπικές γνώσεις και αναφορές. Ακόμη και τα ορθόδοξα μοναστήρια περιοριζόταν στη συνείδησή μου ως απλά ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας, αγνοώντας το ζωτικό ρόλο των μοναστικών κοινοτήτων στην πνευματική προαγωγή των πιστών και της κοινωνίας στο σύνολό της. Το κοσμικό πνεύμα της υλιστικής και απαξιωτικής σύγχρονης εποχής με είχε εγκλωβίσει σε μεγάλο βαθμό απομυζώντας με ότι πνευματικό είχα αποθηκεύσει στο νεαρό της ηλικίας μου (ευτυχώς το πνευματικό προζύμι έμεινε ανέπαφο). Η περίοδος της εφηβείας μου και μετέπειτα αποτελούσε μια περίοδος σχετικής πνευματικής στασιμότητας και υποβάθμισης (δόξα τω Θεώ όχι κατρακύλισης). Ο κίνδυνος να παρασυρθώ ολότελα από τις αλλοτριωμένες συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής παρουσιαζόταν καθημερινά μπροστά μου. Μετά από μια χρονική απόσταση αρκετών χρόνων μπορώ να πώ ότι οι δυσκολίες που μου παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν μου, αποτέλεσαν ανάχωμα για τον περαιτέρω ξεπεσμό μου.

Ζώντας σε μια τέτοια κατάσταση και αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες της καθημερινότητας, μέσα από μια σειρά γεγονότων, που η πρόνοια του Θεού προξένησε, άρχισα να αντικρύζω από τη σωστή οπτική γωνία τη ζωή. Το υπάρχον πνευματικό υπόβαθρο που υπήρχε στην ψυχή μου (η πνευματική μαγιά) συντέλεσε στην ανάνηψη μου- με τη βοήθεια πάντα του Θεού. Ένιωσα ότι στάθηκα πάλι στα πόδια μου. Αυτό όμως δεν αρκούσε. Χρειαζόμουν και περαιτέρω βοήθεια, ώστε να μπορέσω να αρχίσω και το βάδισμά μου στην «στενήν και τεθλιμένην οδό» της πνευματικής μου πορείας προς την πηγή της ζωής, που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Χρειαζόμουν πνευματικά δεκανίκια και σωστή καθοδήγηση για να πορευθώ με ασφάλεια και προφυλαγμένος από τις παγίδες του «πονηρού αυτού του αιώνος». Σ' αυτό το χρονικό σημείο ο Πανάγαθος Κύριος μας, κατεύθυνε τα βήματά μου μπροστά στην πύλη της Ιεράς Μονής Του στο Μελισσοχώρι. Έκανα το πρώτο βήμα και μπήκα. Τα υπόλοιπα βήματα τα έκανε ο Κύριος διαμέσου των λειτουργών Του στο Ιερό Ησυχαστήριο του Παντοκράτορος. Πιστεύω ακράδαντα αυτό που λένε πολύ Άγιοι Πατέρες, ότι: ...ο Θεός περιμένει από τον άνθρωπο να κάνει το πρώτο βήμα προς αυτόν, τα υπόλοιπα χίλια τα κάνει ο Θεός προς τον άνθρωπο...Δόξα στον Παντοδύναμο.
Το πέρασμα της πύλης λοιπόν της Μονής είχε πραγματοποιηθεί. Η πρώτη εντύπωση είχε σχηματιστεί. Μια πρώτη εντύπωση που φυσιολογικά επηρεάστηκε από τις υπάρχουσες συνθήκες που επικρατούσαν στη Μονή σε συνδιασμό με την ελλιπή ή μάλλον ανύπαρκτη γνώση για την πραγματική και ουσιαστική ύπαρξη του μοναχισμού. Καθώς αναφέρθηκε και παραπάνω η αξία της ύπαρξης των μοναστηριών, για τον γράφοντα, περιοριζόταν στη διατήρηση της πολιτισμικής ελληνορθόδοξης παράδοσης στο πέρασμα των αιώνων. Τα μοναστήρια αποτελούσαν στη συνείδησή μου έναν ζωντανό οργανισμό που απλά διαφύλατταν, άλλα και προήγαγαν ως πολύτιμη παρακαταθήκη τον θησαυρό της ελληνορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης και τεχνοτροπίας σε διάφορους τομείς όπως: της αρχιτεκτονικής, της υμνογραφίας, της αγιογραφίας, της συγγραφής κ.α. Το πνευματικό σκέλος της δραστηριότητας του μοναχισμού -συνάμα και το σπουδαιότερο- απείχε δυστυχώς από τη συνείδηση μου. Με δεδομένο λοιπόν αυτό και έχοντας στο μυαλό μου εικόνες ιστορικών βυζαντινών Ιερών Μονών βρέθηκα μπροστά σ' ένα μοναστικό χώρο ηλικίας μόλις μερικών χρόνων που βρισκόταν υπό διαμόρφωση. Δεν ενθυμόμουν άλλες βιωματικές εμπειρίες από επισκέψεις σε άλλες Μοναστικές κοινότητες, ώστε να λειτουργήσει η συγκρητική σκέψη και να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα απογοήτευσης ή ενθουσιασμού από την πρώτη μου επαφή με το χώρο του μοναστηριού. Υπήρχε μια ουδετερότητα συναισθημάτων εκείνη τη στιγμή που πρωτομπήκα στο προάυλιο της μονής. Ήταν Δεκέμβριος μήνας και ημέρα Κυριακή-αναστάσιμη ημέρα, Θεέ μου τι συγκυρίες επιτρέπεις. Ο καιρός ήταν μουντός και βροχερός- η άνοιξη όμως μέσα μου ανεπαίσθητα είχε αρχίσει. Επικρατούσε μια ηρεμία και μια ησυχία στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού Ησυχαστηρίου με εξαίρεση την γαλήνια «όχληση» που πήγαζε από τις ψαλμωδίες της Κυριακάτικης θείας Λειτουργίας μέσα από το Καθολικό. Προχώρησα προς το Καθολικό της Μονής και μπήκα μέσα.
Το καθολικό της Μονής, (αφιερωμένο στην ένδοξο Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού) σταυροειδούς με τρούλο μορφής, ήταν σχετικά μικρού μεγέθους. Με την είσοδό μου στον ιερό εκείνο χώρο άρχισε και η διέγερση των αισθήσεων μου. Η όραση, η όσφρηση και η ακοή προσπαθούσαν να συντονιστούν μέσα στην κατανυκτική εκείνη ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι ψαλμωδίες, το θυμίαμα και οι ιερές εικόνες που έμοιαζαν ζωντανές από τις παλλόμενες ακτίνες του φωτός των κεριών. Ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστείας μέσα σ' ένα τέτοιο περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που για κάποιον σαν και μένα ήταν πρωτόγνωρο. Το λιγοστό φως δημιουργούσε ιδιαίτερες συνθήκες αναστέλλοντας τη σωματική όραση- έναντι της διέργεσης της πνευματικής οράσεως που αργότερα διαπίστωσα ότι συντελλούνταν, ανάλογα βέβαια με την προδιάθεση του καθενός. Βέβαια η πρώτη μου αυτή συμμετοχή στη λατρευτική ζωή του μοναστηριού επηρέασε επί το πλείστον μόνο τις σωματικές μου αισθήσεις και τις μέχρι τότε βιοματικές μου εμπειρίες από ανάλογες εικόνες, καταστάσεις και αισθήματα. Οι πνευματικές μου κεραίες ήταν παροπλισμένες και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη σημασία των γεγονότων που συντελούνται σε κάθε ιερή ακολουθία. Στη διάρκεια αυτής της Θείας Λειτουργίας είχα έρθει σε πρώτη οπτική επαφή τόσο με τους πατέρες της αδελφότητας της Μονής, όσο και με τους προσκυνητές αυτής. Αυτό που μου προξένησε θετική εντύπωση καθ΄όλη τη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας ήταν η πιστή τήρηση ορισμένων διαδικασιών τόσο από πλευράς των μοναχών, όσο και από του προσκυνητές. Υπήρχε μία τάξη στο τυπικό που τηρούνταν από όλους. Στη Θ. λειτουργία πραγματικά συμμετείχε σύσσωμα λαός και κλήρος.

Με το πέρας της Θ. Λειτουργίας φιλοξενήθηκα στο αρχονταρίκι του μοναστηριού, όπου προσφέρθηκε στους προσκυνητές λουκούμι και καφές, όσον αφορά τις υλικές ευλογίες και πνευματικό κέρασμα μέσο του κηρύγματος του Γέροντα, του μετέπειτα πνευματικού μου πατρός. Τα αισθήματά μου ήταν ανάμεικτα και δυσδιάκριτα. Είχα εισέλθει σ΄ένα περιβάλλον πρωτόγνωρο, βρέθηκα μέσα σε ανθρώπους άγνωστους, παρ΄όλα αυτά δεν ένιωθα καθόλου αμήχανα ή δυσάρεστα ή απογοητευμένα. Στο τέλος έγινε και η γνωριμία μου με τον Γέροντα. Μια γνωριμία Θεόσταλτη καθώς αποτέλεσε το έναυσμα για μια περισσότερο στενή επαφή με το μοναστήρι.

Άρχισα με το πέρασμα του χρόνου να γνωρίζω καλύτερα το περιβάλλον μιας μοναστικής κοινότητας με κύριο πλέον άξονα επαφής τους Πατέρες της αδελφότητας. Η πρώτη μου εντύπωση από τους πατέρες επηρεάστηκε από την «αγραμματοσύνη» μου, όπως ανέφερα πρωτύτερα, σχετικά με τον μοναχισμό και τι αυτό σημαίνει για τη ζωή και τη συμπεριφορά του μοναχού. Είναι παράδοξο άλλα στις πρώτες μου επαφές με τους Πατέρες της Μονής διαισθανόμουν από τη μια μεριά μια απόσταση απ΄αυτούς, άλλα ταυτόχρονα και ένα νοητό πλησίασμα εκατέρωθεν. Υπήρχε μια διάθεση από μέρους των για εξυπηρέτηση και προθυμία να σε ακούσουν, διατηρώντας παράλληλα και τις συνθήκες εκείνες που απαιτούνται φυσικά να υπάρχουν στις σχέσεις τους με τους κοσμικούς.
Άρχισα σιγά σιγά να εγκλιματίζομαι στο χώρο του μοναστηριού παράλληλα και με την πνευματική μου «επανασυγκρότηση» που εστιαζόταν κυρίως στον άξονα της δημιουργίας μιας άλλης αντίληψης για τη ζωή (της αληθινής αντίληψης), που μέχρι τότε αδυνατούσα να αντιληφθώ, λόγω του σκότους στο οποίο ζούσα. Πραγματικά, τώρα αντιλαμβάνομαι κάτω από ποιες προϋποθέσεις και συνθήκες ζούσα. Το νόημα της ζωής, το οποίο είχα σχηματοποιήσει στη συνείδησή μου, ήταν μια απατηλή ψευδεπίγραφη «εικονική» πραγματικότητα, περιορισμένη στον πεπερασμένο και φθαρτό κοσμικό χρόνο της παρούσας ζωής. Δεν είχα αντιληφθεί πλήρως-ή σχεδόν καθόλου- ότι το μείζον πράγμα που πρέπει να επιζητεί κανείς είναι το άφθαρτο και το αιώνιο και όχι το εφήμερο και το στιγμιαίο. Δεν είμαι ικανός βέβαια να αναλύσω θεολογικές και σωτηριολογικές απόψεις. Αυτό που μπορώ με βεβαιότητα να πώ είναι ότι μέσα από την επαφή μου με το μοναστήρι αντίκρυσα τη ζωή με διαφορετικό τρόπο. Αντιλήφθηκα ότι η ζωή του κάθε ανθρώπου δεν σταματάει, συνεχίζεται εσαεί γιατί η ψυχή είναι αθάνατη. Στο χέρι και τη διάθεση του καθενός μας είναι να επιλέξει το δρόμο που θα ακολουθήσει στην αιωνιότητα. Ο Θεός μας περιμένει μακροθυμόντας να πλησιάσουμε κοντά του. Σε όλους μας δινει ευκαιρίες για να εγκολποθούμε στην πραγματική ζώσα Εκκλησία Του, όπως Αυτός την παρέδωσε στους Αποστόλους του και συνεχίζει μέχρι σήμερα την πορεία της διαμέσου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία διατηρεί και την ορθόδοξη πατερική παράδοση.

Στις έσχατες μέρες που διανύουμε όλοι μας πρέπει να επιζητούμε συνειδητά τον «ποιμήν τον καλόν», που θα μας οδηγεί σε ασφαλή μονοπάτια. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε, προφυλαγμένοι στην αγκαλιά του πραγματικού Αρχιποιμένα μας του Ιησού Χριστού, να επιζήσουμε από τις επιθέσεις των προβατόσχημων λύκων που λυμαίνονται τα εύφορα λιβάδια της πραγματικής Εκκλησίας του Χριστού. Το Μοναστήρι του Παντοκράτορος στο Μελισσοχώρι αποτελεί για τον γράφοντα πραγματικό καταφύγιο στον πνευματικό διωγμό που άρχισε να συντελείται, άλλα και χώρος πνευματικής αναγέννησης, ανάνηψης και εξύψωσης.

Μπογιατζής Βασίλειος
Δρυμός Θεσσαλονίκης

http://www.impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αρχειοθήκη ιστολογίου