Ονομάζεται «πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή». Πρόκειται γιὰ ἕνα «λογοτεχνικὸ διαμάντι», ὅπως ἔχει χαρα
κτηριστεῖ, ἕνα κείμενο γραμμένο τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., γεμάτο ζωντάνια, σαφήνεια, χάρη. Κείμενο ποὺ ἀνακαλύφθηκε σ’ ἕνα μοναδικὸ χειρόγραφο στὴν Κωνσταντινούπολη λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τοῦ 1453 ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Θέμα τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς εἶναι ἡ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ συγγραφέας τοῦ ἐξαίρετου αὐτοῦ κειμένου παραμένει δυστυχῶς ἄγνωστος. Οἱ μελετητὲς καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι πρέπει νὰ
ἦταν μαθητὴς κάποιου ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χριστιανοὺς Ἀπολογητές (ἐνδεχομένως τοῦ Ἀριστείδη ἢ τοῦ Ἀθηναγόρα) μὲ τόπο διαμονῆς καὶ συγγραφῆς τὴν Ἀθήνα, ἡ ὁποία ὑπῆρξε κοιτίδα τῆς χριστιανι-
κῆς ἀπολογητικῆς τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια.
Ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται πρὸς κάποιον «κράτιστον» (=ἐκλαμπρότατο), δηλαδὴ επίσημο πρόσωπο, Διόγνητο στὸ ὄνομα. Ὁ Διόγνητος αὐτός (προφανῶς εἰδωλολάτρης) εἶχε ἀπευθυνθεῖ στὸν συγραφέα τῆς ἐπιστολῆς καί, γεμάτος ἔκπληξη, θαυμασμὸ καὶ ἀπορίες γιὰ τὴ νέα αὐτὴ τάξη ἀνθρώπων, ποὺ εἶχαν κάνει τότε τὴν ἐμφάνισή τους μὲ θαυμαστὴ μάλιστα ἐξάπλωση, τοῦ εἶχε ἀπευθύνει κάποια
ἐρωτήματα: «Τί δήπου τὸ καινὸν τοῦ το γένος η ἐπιτήδευμα εἰσῆλθεν εἰς τὸν βίον νῦν;», τοῦ εἶχε γράψει. Τί τέλος πάντων εἶναι αὐτὴ ἡ νέα γενιὰ ἢ σύστημα ἀνθρώπων ποὺ μπῆκε τελευταῖα στὴ ζωή μας; Σὲ ποιὸν Θεὸ αὐτοὶ πιστεύουν καὶ πῶς Τὸν λατρεύουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ὅλοι τους νὰ περιφρονοῦν τὸν κόσμο καὶ νὰ καταφρονοῦν τὸ θάνατο («τόν τε κόσμον ὑπερορῶσι πάντες καὶ θανάτου καταφρονοῦσι»); Κι οὔτε ὑπολογίζουν τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων, οὔτε τὴ θρησκεία τῶν Ἰου-
δαίων ἀκολουθοῦν. Κι ἀκόμα – ἀποροῦσε ὁ Διόγνητος – τί ἀγάπη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχουν μεταξύ τους («τί να τὴν φιλοστοργίαν ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους;»).
Καὶ μόνο ἀπὸ τὰ ἐρωτήματα τοῦ Διογνήτου μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε μιὰ πρώτη ἀντίληψη γιὰ τὸ πῶς ζοῦσαν οἱ χριστιανοί· ἔτσι ὥστε νὰ προξενοῦν βαθὺ θαυμασμὸ καὶ μεγάλη ἐντύπωση, ἔκπληξη στοὺς εἰδωλολάτρες. Σ’ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἔρχεται νὰ ἀπαντήσει ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖται
ἀπὸ 10 κεφάλαια καὶ δυστυχῶς ἕνα μέρος της ἔχει χαθεῖ (αὐτὸ ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν πρώτων χριστιανῶν μεταξύ τους, καθὼς καὶ τὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς). Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ 5ο κεφάλαιο, σὲ μετάφραση(*).
κτηριστεῖ, ἕνα κείμενο γραμμένο τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., γεμάτο ζωντάνια, σαφήνεια, χάρη. Κείμενο ποὺ ἀνακαλύφθηκε σ’ ἕνα μοναδικὸ χειρόγραφο στὴν Κωνσταντινούπολη λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τοῦ 1453 ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Θέμα τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς εἶναι ἡ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ συγγραφέας τοῦ ἐξαίρετου αὐτοῦ κειμένου παραμένει δυστυχῶς ἄγνωστος. Οἱ μελετητὲς καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι πρέπει νὰ
ἦταν μαθητὴς κάποιου ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χριστιανοὺς Ἀπολογητές (ἐνδεχομένως τοῦ Ἀριστείδη ἢ τοῦ Ἀθηναγόρα) μὲ τόπο διαμονῆς καὶ συγγραφῆς τὴν Ἀθήνα, ἡ ὁποία ὑπῆρξε κοιτίδα τῆς χριστιανι-
κῆς ἀπολογητικῆς τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια.
Ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται πρὸς κάποιον «κράτιστον» (=ἐκλαμπρότατο), δηλαδὴ επίσημο πρόσωπο, Διόγνητο στὸ ὄνομα. Ὁ Διόγνητος αὐτός (προφανῶς εἰδωλολάτρης) εἶχε ἀπευθυνθεῖ στὸν συγραφέα τῆς ἐπιστολῆς καί, γεμάτος ἔκπληξη, θαυμασμὸ καὶ ἀπορίες γιὰ τὴ νέα αὐτὴ τάξη ἀνθρώπων, ποὺ εἶχαν κάνει τότε τὴν ἐμφάνισή τους μὲ θαυμαστὴ μάλιστα ἐξάπλωση, τοῦ εἶχε ἀπευθύνει κάποια
ἐρωτήματα: «Τί δήπου τὸ καινὸν τοῦ το γένος η ἐπιτήδευμα εἰσῆλθεν εἰς τὸν βίον νῦν;», τοῦ εἶχε γράψει. Τί τέλος πάντων εἶναι αὐτὴ ἡ νέα γενιὰ ἢ σύστημα ἀνθρώπων ποὺ μπῆκε τελευταῖα στὴ ζωή μας; Σὲ ποιὸν Θεὸ αὐτοὶ πιστεύουν καὶ πῶς Τὸν λατρεύουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ὅλοι τους νὰ περιφρονοῦν τὸν κόσμο καὶ νὰ καταφρονοῦν τὸ θάνατο («τόν τε κόσμον ὑπερορῶσι πάντες καὶ θανάτου καταφρονοῦσι»); Κι οὔτε ὑπολογίζουν τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων, οὔτε τὴ θρησκεία τῶν Ἰου-
δαίων ἀκολουθοῦν. Κι ἀκόμα – ἀποροῦσε ὁ Διόγνητος – τί ἀγάπη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχουν μεταξύ τους («τί να τὴν φιλοστοργίαν ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους;»).
Καὶ μόνο ἀπὸ τὰ ἐρωτήματα τοῦ Διογνήτου μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε μιὰ πρώτη ἀντίληψη γιὰ τὸ πῶς ζοῦσαν οἱ χριστιανοί· ἔτσι ὥστε νὰ προξενοῦν βαθὺ θαυμασμὸ καὶ μεγάλη ἐντύπωση, ἔκπληξη στοὺς εἰδωλολάτρες. Σ’ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἔρχεται νὰ ἀπαντήσει ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖται
ἀπὸ 10 κεφάλαια καὶ δυστυχῶς ἕνα μέρος της ἔχει χαθεῖ (αὐτὸ ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν πρώτων χριστιανῶν μεταξύ τους, καθὼς καὶ τὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς). Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ 5ο κεφάλαιο, σὲ μετάφραση(*).
«Βεβαίως οἱ χριστιανοὶ δὲν διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους οὔτε στὴ χώρα ποὺ ζοῦν, οὔτε στὴ γλώσσα, οὔτε στὶς συνήθειες. Διότι οὔτε σὲ πόλεις ἰδιαίτερες κατοικοῦν, οὔτε διάλεκτο ξεχω-
ριστὴ χρησιμοποιοῦν, οὔτε ἐπίσημο βίο ἀκολουθοῦν. (...) Κι ἐνῶ κατοικοῦν σὲ ἑλληνικὲς καὶ ξένες πόλεις ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας, καὶ ἀκολουθοῦν τὰ ἐγχώρια ἔθιμα Καὶ στὴν ἐνδυμασία καὶ στὴ διατροφὴ καὶ γενικὰ στὴ ζωή τους, παρουσιάζουν ὅμως ὁμολογουμένως θαυμαστὴ καὶ παράξενη στάση ζωῆς. Κατοικοῦν στὶς ἰδιαίτερες πατρίδες τους, ἀλλὰ ὡς προσωρινοί. Μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολίτες, καὶ ὅλα τὰ ὑπομένουν σὰν ξένοι. Κάθε ξενικὴ γῆ εἶναι πατρίδα τους, καὶ κάθε πατρίδα τοὺς εἶναι ξένη. (...) Παραθέτουν τράπεζα κοινή, ὄχι ὅμως μεθύσια. Περιβάλλονται ἀπὸ σάρκα, ἀλλ’ ὅμως δὲν ζοῦν σαρκικά. Ζοῦν στὴ γῆ, ἀλλὰ πολιτεύονται στὸν οὐρανό. Ὑπακούουν στοὺς θεσπισμένους νόμους, καὶ μὲ τὴ διαγωγή τους ξεπερνοῦν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν τοὺς πάντες, καὶ ἀπὸ ὅλους διώκον
ται. Περιφρονοῦνται καὶ καταδικάζονται. Θανατώνονται καὶ ξαναζοῦν. Πτωχεύουν, καὶ πλουτίζουν πολλούς. Ὅλα τὰ στεροῦνται, καὶ ὅλα τὰ ἔχουν μὲ ἀφθονία. Ἀτιμάζονται, καὶ μέσα στὶς ἀτιμώσεις δο
ξάζονται. Βλασφημοῦνται καὶ δικαιώνονται. Κακολογοῦνται, κι αὐτοὶ δίνουν εὐλογίες. Ὑβρίζονται, κι αὐτοὶ τιμοῦν. Κάνουν τὸ καλό, καὶ τιμωροῦνται ὡς κακοί. Τιμωροῦνται, καὶ ὅμως χαίρονται σὰν νὰ τοὺς δίνουν ζωή. Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πολεμοῦνται ὡς ἀλλόφυλοι, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καταδιώκονται, καὶ τὴν αἰτία τῆς ἔχθρας δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀναφέρουν αὐτοὶ ποὺ τοὺς μισοῦν. Μὲ
μιὰ λέξη, ὅ,τι εἶναι ἡ ψυχὴ στὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι οἱ Χριστιανοὶ μὲς στὸν κόσμο». «Ὅπερ ἐστὶν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ’ εἰσὶν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί». Αὐτὸ εἶναι οἱ χριστιανοὶ μὲς στὸν κόσμο! Ἢ μᾶλλον, τὸ σωστότερο θὰ ἦταν νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ ἦταν οἱ χριστιανοί, ὄχι εἶναι. Διότι ποιὸς ἄραγε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ἔστω καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς παραπάνω φράσεις βλέπει τὸν ἑαυτό του νὰ ἀνταποκρίνεται; Τί ἀπὸ τὴν πολιτεία τῶν πρώτων πιστῶν ἀκολούθων τοῦ Κυρίου μιμούμαστε; Μήπως τὸ ὅτι ζοῦσαν ὡς πάροικοι, προσωρινοὶ μέσα στὶς κατοικίες τους, χωρὶς ὁ νοῦς τους νὰ εἶναι πῶς θὰ αὐξήσουν τὶς κινητὲς καὶ ἀκίνητες περιουσίες τους, πῶς θὰ ἀκολουθοῦν τὸν συρμὸ τῆς ἐποχῆς κ.ο.κ.; Μήπως τὸ ὅτι, ἐνῶ ἀπ’ ὅλους διώκονταν, αὐτοὶ ἀγαποῦσαν τοὺς πάντες; Ἢ μήπως τὸ ὅτι περπατοῦσαν πάνω στὴ γῆ, καὶ βρίσκονταν μὲ τὴ ζωή τους ἀπὸ τώρα στὸν οὐρανό; Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ μᾶς ἐλέγχουν. Μπροστά τους νιώθουμε ὅτι καταχρηστικῶς χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς τὸ ἴδιο μ’ ἐκείνους ὄνομα. Ἐκεῖνοι μὲ τὴ ζωή τους γίνονταν «μίμημα Χριστοῦ». Ἐμεῖς στὴ ζωή
μας μιμούμαστε δυστυχῶς ἄλλα πρότυπα· κοσμικὰ καὶ ξένα. Ἐκεῖνοι μὲ τὴν πολιτεία τους ἔκαναν ἀπίστους καὶ εἰδωλολάτρες νὰ μένουν ἐκστατικοί, νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἀποροῦν, καὶ τελικὰ νὰ ἀποφασίζουν καὶ οἱ ἴδιοι τὴν προσχώρησή τους στὴν πίστη. Ἡ δική μας πολιτεία δὲν πείθει οὔτε τὸν διπλανό μας, ἴσως οὔτε κι ἐμᾶς τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ἐκεῖνοι ἀποτελοῦσαν τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου. Έμεῖς μέσα στὸν κόσμο κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε καὶ τὴν ἴδια μας τὴν ψυχή!...
Δὲν πρέπει, ἀδελφοί, νὰ συμφωνήσουμε ὅτι εἶναι ὥρα νὰ ἐπαναπροσανατολίσουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν κατεύθυνση πορείας τῶν πρώτων χριστιανῶν; Ἢ πορεία πρέπει ν’ ἀλλάξουμε ἢ ὄνομα...
Γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς τουλάχιστον ἀπέναντι στοὺς ἑαυτούς μας..
ριστὴ χρησιμοποιοῦν, οὔτε ἐπίσημο βίο ἀκολουθοῦν. (...) Κι ἐνῶ κατοικοῦν σὲ ἑλληνικὲς καὶ ξένες πόλεις ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας, καὶ ἀκολουθοῦν τὰ ἐγχώρια ἔθιμα Καὶ στὴν ἐνδυμασία καὶ στὴ διατροφὴ καὶ γενικὰ στὴ ζωή τους, παρουσιάζουν ὅμως ὁμολογουμένως θαυμαστὴ καὶ παράξενη στάση ζωῆς. Κατοικοῦν στὶς ἰδιαίτερες πατρίδες τους, ἀλλὰ ὡς προσωρινοί. Μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολίτες, καὶ ὅλα τὰ ὑπομένουν σὰν ξένοι. Κάθε ξενικὴ γῆ εἶναι πατρίδα τους, καὶ κάθε πατρίδα τοὺς εἶναι ξένη. (...) Παραθέτουν τράπεζα κοινή, ὄχι ὅμως μεθύσια. Περιβάλλονται ἀπὸ σάρκα, ἀλλ’ ὅμως δὲν ζοῦν σαρκικά. Ζοῦν στὴ γῆ, ἀλλὰ πολιτεύονται στὸν οὐρανό. Ὑπακούουν στοὺς θεσπισμένους νόμους, καὶ μὲ τὴ διαγωγή τους ξεπερνοῦν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν τοὺς πάντες, καὶ ἀπὸ ὅλους διώκον
ται. Περιφρονοῦνται καὶ καταδικάζονται. Θανατώνονται καὶ ξαναζοῦν. Πτωχεύουν, καὶ πλουτίζουν πολλούς. Ὅλα τὰ στεροῦνται, καὶ ὅλα τὰ ἔχουν μὲ ἀφθονία. Ἀτιμάζονται, καὶ μέσα στὶς ἀτιμώσεις δο
ξάζονται. Βλασφημοῦνται καὶ δικαιώνονται. Κακολογοῦνται, κι αὐτοὶ δίνουν εὐλογίες. Ὑβρίζονται, κι αὐτοὶ τιμοῦν. Κάνουν τὸ καλό, καὶ τιμωροῦνται ὡς κακοί. Τιμωροῦνται, καὶ ὅμως χαίρονται σὰν νὰ τοὺς δίνουν ζωή. Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πολεμοῦνται ὡς ἀλλόφυλοι, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καταδιώκονται, καὶ τὴν αἰτία τῆς ἔχθρας δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀναφέρουν αὐτοὶ ποὺ τοὺς μισοῦν. Μὲ
μιὰ λέξη, ὅ,τι εἶναι ἡ ψυχὴ στὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι οἱ Χριστιανοὶ μὲς στὸν κόσμο». «Ὅπερ ἐστὶν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ’ εἰσὶν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί». Αὐτὸ εἶναι οἱ χριστιανοὶ μὲς στὸν κόσμο! Ἢ μᾶλλον, τὸ σωστότερο θὰ ἦταν νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ ἦταν οἱ χριστιανοί, ὄχι εἶναι. Διότι ποιὸς ἄραγε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ἔστω καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς παραπάνω φράσεις βλέπει τὸν ἑαυτό του νὰ ἀνταποκρίνεται; Τί ἀπὸ τὴν πολιτεία τῶν πρώτων πιστῶν ἀκολούθων τοῦ Κυρίου μιμούμαστε; Μήπως τὸ ὅτι ζοῦσαν ὡς πάροικοι, προσωρινοὶ μέσα στὶς κατοικίες τους, χωρὶς ὁ νοῦς τους νὰ εἶναι πῶς θὰ αὐξήσουν τὶς κινητὲς καὶ ἀκίνητες περιουσίες τους, πῶς θὰ ἀκολουθοῦν τὸν συρμὸ τῆς ἐποχῆς κ.ο.κ.; Μήπως τὸ ὅτι, ἐνῶ ἀπ’ ὅλους διώκονταν, αὐτοὶ ἀγαποῦσαν τοὺς πάντες; Ἢ μήπως τὸ ὅτι περπατοῦσαν πάνω στὴ γῆ, καὶ βρίσκονταν μὲ τὴ ζωή τους ἀπὸ τώρα στὸν οὐρανό; Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ μᾶς ἐλέγχουν. Μπροστά τους νιώθουμε ὅτι καταχρηστικῶς χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς τὸ ἴδιο μ’ ἐκείνους ὄνομα. Ἐκεῖνοι μὲ τὴ ζωή τους γίνονταν «μίμημα Χριστοῦ». Ἐμεῖς στὴ ζωή
μας μιμούμαστε δυστυχῶς ἄλλα πρότυπα· κοσμικὰ καὶ ξένα. Ἐκεῖνοι μὲ τὴν πολιτεία τους ἔκαναν ἀπίστους καὶ εἰδωλολάτρες νὰ μένουν ἐκστατικοί, νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἀποροῦν, καὶ τελικὰ νὰ ἀποφασίζουν καὶ οἱ ἴδιοι τὴν προσχώρησή τους στὴν πίστη. Ἡ δική μας πολιτεία δὲν πείθει οὔτε τὸν διπλανό μας, ἴσως οὔτε κι ἐμᾶς τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ἐκεῖνοι ἀποτελοῦσαν τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου. Έμεῖς μέσα στὸν κόσμο κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε καὶ τὴν ἴδια μας τὴν ψυχή!...
Δὲν πρέπει, ἀδελφοί, νὰ συμφωνήσουμε ὅτι εἶναι ὥρα νὰ ἐπαναπροσανατολίσουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν κατεύθυνση πορείας τῶν πρώτων χριστιανῶν; Ἢ πορεία πρέπει ν’ ἀλλάξουμε ἢ ὄνομα...
Γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς τουλάχιστον ἀπέναντι στοὺς ἑαυτούς μας..
ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Ο ΣΩΤΗΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου