Πασχαλινά Έθιμα της Ελλάδας
Πρωί-πρωί τη μεγάλη Πέμπτη, σε όλη την Ελλάδα, οι γυναίκες καταπιάνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν με μυρωδικά τις κουλούρες της Λαμπρής και τις στολίζουν με λουρίδες από ζυμάρι και ξηρούς καρπούς. Ανάλογα με το σχήμα που τους έδιναν παλιότερα είχαν και διάφορα ονόματα. “Κοφίνια”, “καλαθάκια”, “δοξάρια”, “αυγούλες”, “κουτσούνες”, “κουζουνάκια”. Παρόμοιες κουλούρες έφτιαχναν και στα βυζαντινά χρόνια, τις “κολλυρίδες” και ήταν ειδικά ψωμιά για το Πάσχα, σε διάφορα σχήματα, που είχαν στο κέντρο ένα κόκκινο αυγό.
Στην Κορώνη τις λαμπριάτικες κουλούρες τις ζυμώνουν με λάδι, αμύγδαλα και γλυκάνισο. Για να είναι πιο νόστιμες ρίχνουν και ζουμί από βρασμένα δαφνόφυλλα. Τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρουλές και τις πλέκουν. Απαραίτητο στη μέση το κόκκινο το αυγό, ενώ καθεμιά τη στολίζουν όπως τους αρέσει. Με σχέδια από ζυμάρι, με σουσάμι, με αμύγδαλα. Όταν οι κουλούρες ήταν για τα παιδιά, τότε τις έπλαθαν πραγματικές κουτσούνες. Τις έλεγαν και κουτσές ή και κοκκώνες. Τους έφτιαχναν από ζυμάρι χέρια και πόδια, για κεφάλι έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και πάνω του με μικρά ζυμαράκια σχημάτιζαν τα μάτια, το στόμα, τη μύτη… Στη Χίο μάλιστα, ο άντρας είχε πάντα μια γκλίτσα και η γυναίκα φορούσε τη φορεσιά της. Τέτοια κουλούρια παίρναν τα παιδιά, τα βαφτιστήρια, τα εγγόνια, ακόμα και τα παιδιά των φίλων.
“Κατ’ έτος την Μεγάλη Πέμπτη… Η θεια Σοφούλα εσφουγγώνετο μέχρις αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούρας δια τους τόσους βαπτιστικούς της… Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώνες, δηλ. παιδικός κουλούρας δια τους βαπτιστικούς, δια τους εγγονούς και τα δισεγγόνια. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε δια τας συντέκνισσας, δια τας ανεψιάς και τας δισεξαδέλφας της…” γράφει ο Παπαδιαμάντης στην Τελευταία βαπτιστική.
Στη Χίο τις κουτσούνες τις έκρυβαν μέχρι το Μεγάλο Σαββάτο και όταν χτυπούσαν οι καμπάνες τις έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι των παιδιών και έλεγαν:
“Ξύπνα, ήρθε η γρια η Λαμπρινή
και σου έφερε την κουτσούνα από το φουγάρο.”
Τότε τα παιδιά σηκώνονταν, τύλιγαν την κουτσούνα τους σε ένα μαντιλάκι και την έπαιρναν μαζί στην εκκλησία. Μετά το “Χριστός Ανέστη”, όταν γύριζαν στο σπίτι, την έκοβαν και την έτρωγαν.
Μερικές φορές στις κουλούρες των παιδιών έδιναν και σχήματα ζώων ή πουλιών. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το πουλάκι με μια κόκκινη κορδέλα στο ράμφος του. Στην Κέρκυρα τα τσουρέκια που έφτιαχναν σε σχήμα κούκλας, με ένα κόκκινο αυγό για κεφάλι, τα έλεγαν κολομπίνες. Συνήθιζαν όμως και τις ζαχαρένιες κουτσούνες, από αλεύρι και νερό, που τις έκαναν με χρωματιστά ζυμάρια. Αγαπημένο θέμα τους ήταν και οι καβαλάρηδες, ο Αϊ-Γιώργης και ο Αϊ-Δημήτρης, αλλά και τα σπαθιά. Έβραζαν διάφορα χορταρικά (παντζάρια, χόρτα κ.ά.) ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για να κάνουν π.χ. το φουστάνι της κολομπίνας, το άλογο, το σπαθί και το ζουμί το έριχναν μέσα στο ζυμάρι.
Στην Κορώνη τις λαμπριάτικες κουλούρες τις ζυμώνουν με λάδι, αμύγδαλα και γλυκάνισο. Για να είναι πιο νόστιμες ρίχνουν και ζουμί από βρασμένα δαφνόφυλλα. Τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρουλές και τις πλέκουν. Απαραίτητο στη μέση το κόκκινο το αυγό, ενώ καθεμιά τη στολίζουν όπως τους αρέσει. Με σχέδια από ζυμάρι, με σουσάμι, με αμύγδαλα. Όταν οι κουλούρες ήταν για τα παιδιά, τότε τις έπλαθαν πραγματικές κουτσούνες. Τις έλεγαν και κουτσές ή και κοκκώνες. Τους έφτιαχναν από ζυμάρι χέρια και πόδια, για κεφάλι έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και πάνω του με μικρά ζυμαράκια σχημάτιζαν τα μάτια, το στόμα, τη μύτη… Στη Χίο μάλιστα, ο άντρας είχε πάντα μια γκλίτσα και η γυναίκα φορούσε τη φορεσιά της. Τέτοια κουλούρια παίρναν τα παιδιά, τα βαφτιστήρια, τα εγγόνια, ακόμα και τα παιδιά των φίλων.
“Κατ’ έτος την Μεγάλη Πέμπτη… Η θεια Σοφούλα εσφουγγώνετο μέχρις αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούρας δια τους τόσους βαπτιστικούς της… Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώνες, δηλ. παιδικός κουλούρας δια τους βαπτιστικούς, δια τους εγγονούς και τα δισεγγόνια. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε δια τας συντέκνισσας, δια τας ανεψιάς και τας δισεξαδέλφας της…” γράφει ο Παπαδιαμάντης στην Τελευταία βαπτιστική.
Στη Χίο τις κουτσούνες τις έκρυβαν μέχρι το Μεγάλο Σαββάτο και όταν χτυπούσαν οι καμπάνες τις έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι των παιδιών και έλεγαν:
“Ξύπνα, ήρθε η γρια η Λαμπρινή
και σου έφερε την κουτσούνα από το φουγάρο.”
Τότε τα παιδιά σηκώνονταν, τύλιγαν την κουτσούνα τους σε ένα μαντιλάκι και την έπαιρναν μαζί στην εκκλησία. Μετά το “Χριστός Ανέστη”, όταν γύριζαν στο σπίτι, την έκοβαν και την έτρωγαν.
Μερικές φορές στις κουλούρες των παιδιών έδιναν και σχήματα ζώων ή πουλιών. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το πουλάκι με μια κόκκινη κορδέλα στο ράμφος του. Στην Κέρκυρα τα τσουρέκια που έφτιαχναν σε σχήμα κούκλας, με ένα κόκκινο αυγό για κεφάλι, τα έλεγαν κολομπίνες. Συνήθιζαν όμως και τις ζαχαρένιες κουτσούνες, από αλεύρι και νερό, που τις έκαναν με χρωματιστά ζυμάρια. Αγαπημένο θέμα τους ήταν και οι καβαλάρηδες, ο Αϊ-Γιώργης και ο Αϊ-Δημήτρης, αλλά και τα σπαθιά. Έβραζαν διάφορα χορταρικά (παντζάρια, χόρτα κ.ά.) ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για να κάνουν π.χ. το φουστάνι της κολομπίνας, το άλογο, το σπαθί και το ζουμί το έριχναν μέσα στο ζυμάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου