Η λέξη εἶναι παράδοξη καὶ γραμματικῶς λανθασμένη. Δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει κανονικὰ τέτοια λέξη.
Ὁ ἐλάχιστος εἶναι ὁ πιὸ λίγος, ὁ πιὸ μικρὸς ἀπὸ ὅλους. Καὶ ὁ ἐλαχιστότερος ἑπομένως τί εἶναι; Ὁ πιὸ μικρὸς ἀπὸ τὸν μικρότερο ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ἀλλὰ τέτοιος βέβαια δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ βρεθεῖ. Καὶ ὅμως αὐτὴ τὴ λέξη χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸν ἑαυτό του. Εἶμαι «ὁ ἐλαχιστότερος πάντων τῶν ἁγίων», γράφει (Ἐφ. γ ́8). Ὁ ἐλάχιστος, ὁ πιὸ μικρὸς καὶ ἀσήμαντος ἀπ’ ὅλους τοὺς χριστιανούς!
Προκαλεῖ κατάπληξη ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. Γνωρίζουμε ὅτι ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ (Πράξ. θ ́ 15), δηλαδὴ ὄργανο ἐκλεκτό, ποὺ τὸν διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἀποστολὴ μεγάλη· ἦταν ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ποὺ γύρισε ὅλο τὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ
καλέσει στὴ μετάνοια καὶ στὴ σωτηρία τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἦταν αὐτὸς ποὺ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκοπίασε (Α ́ Κορ,ιε ́ 10), ποὺ ὑπέφερε θλίψεις καὶ διωγμοὺς καὶ παθήματα πολλὰ «ὑπὲρ Χριστοῦ» (Β ́ Κορ. ιβ ́ 10). Ζοῦσε διαρκῶς «ἐν Χριστῷ», ἦταν σὲ διαρκὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο, καὶ ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε τὸ «σὺν Χριστῷ εἶναι», ὄχι μόνο δὲν φοβόταν τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ τὸν ποθοῦσε (Φιλιπ. α ́ 23). Εἶναι αὐτὸς ποὺ προσευχόταν ἀδιαλείπτως καὶ μέ
σα του κατοικοῦσε ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀνέβηκε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ», πῆγε, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, στὸν Παράδεισο καὶ εἶδε καὶ ἄκουσε ὅσα δὲν μπορεῖ καὶ δὲν
πρέπει ἡ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου νὰ περιγράψει (Β ́ Κορ. ιβ ́ 24).
Πῶς αὐτὸς ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ὁ πρωταθλητὴς τοῦ χριστιανικοῦ δρόμου, λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι «ὁ ἐλαχιστότερος πάντων τῶν ἁγίων», δηλαδὴ ὁ τελευταῖος χριστιανός; Δύο ἀπαντήσεις θὰ δώσουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον ἐρώτημα, ποὺ πολὺ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ὥστε νὰ
καλλιεργοῦμε τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἐμεῖς, ποὺ βέβαια δὲν εἴμαστε παρὰ ἕνα τίποτε μπροστὰ σ’ ἐκεῖνον τὸν μεγάλο Ἀπόστολο.
Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ νιώθει μικρός, πολὺ μικρός, ἐλάχιστος καὶ ελαχιστότερος ὅλων, διότι σκέπτεται τὸ παρελθόν του. Θυμᾶται τὴν προηγούμενη ζωή του, κατὰ τὴν
ὁποία ἦταν διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, θυμᾶται ὅτι ἦταν ἡ ἀπειλὴ καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν, «ὁ πρότερον βλάσφημος καὶ διώκτης καὶ ὑβριστής». Καὶ αὐτὸ τὸν συντρίβει καὶ τὸν κρατεῖ σὲ
βαθιὰ ταπείνωση. Ἡ δικαιολογία ποὺ ἔχει γι’ αὐτὴ τὴν προηγούμενη διαγωγή του, ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ ἄγνοια ἔκανε ὅσα ἔκανε, ὅταν βρισκόταν στὴν ἀπιστία, δὲν αἰσθάνεται ὅτι ἐλαφρύνει τὴ θέση
του. Αὐτὸ τὸ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν προτίμηση τοῦ Θεοῦ: «ἀλλ’ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ» (Α ́ Τιμ. α ́ 13).
Ὁ ἐλάχιστος εἶναι ὁ πιὸ λίγος, ὁ πιὸ μικρὸς ἀπὸ ὅλους. Καὶ ὁ ἐλαχιστότερος ἑπομένως τί εἶναι; Ὁ πιὸ μικρὸς ἀπὸ τὸν μικρότερο ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ἀλλὰ τέτοιος βέβαια δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ βρεθεῖ. Καὶ ὅμως αὐτὴ τὴ λέξη χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸν ἑαυτό του. Εἶμαι «ὁ ἐλαχιστότερος πάντων τῶν ἁγίων», γράφει (Ἐφ. γ ́8). Ὁ ἐλάχιστος, ὁ πιὸ μικρὸς καὶ ἀσήμαντος ἀπ’ ὅλους τοὺς χριστιανούς!
Προκαλεῖ κατάπληξη ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. Γνωρίζουμε ὅτι ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ (Πράξ. θ ́ 15), δηλαδὴ ὄργανο ἐκλεκτό, ποὺ τὸν διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἀποστολὴ μεγάλη· ἦταν ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ποὺ γύρισε ὅλο τὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ
καλέσει στὴ μετάνοια καὶ στὴ σωτηρία τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἦταν αὐτὸς ποὺ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκοπίασε (Α ́ Κορ,ιε ́ 10), ποὺ ὑπέφερε θλίψεις καὶ διωγμοὺς καὶ παθήματα πολλὰ «ὑπὲρ Χριστοῦ» (Β ́ Κορ. ιβ ́ 10). Ζοῦσε διαρκῶς «ἐν Χριστῷ», ἦταν σὲ διαρκὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο, καὶ ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε τὸ «σὺν Χριστῷ εἶναι», ὄχι μόνο δὲν φοβόταν τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ τὸν ποθοῦσε (Φιλιπ. α ́ 23). Εἶναι αὐτὸς ποὺ προσευχόταν ἀδιαλείπτως καὶ μέ
σα του κατοικοῦσε ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀνέβηκε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ», πῆγε, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, στὸν Παράδεισο καὶ εἶδε καὶ ἄκουσε ὅσα δὲν μπορεῖ καὶ δὲν
πρέπει ἡ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου νὰ περιγράψει (Β ́ Κορ. ιβ ́ 24).
Πῶς αὐτὸς ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ὁ πρωταθλητὴς τοῦ χριστιανικοῦ δρόμου, λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι «ὁ ἐλαχιστότερος πάντων τῶν ἁγίων», δηλαδὴ ὁ τελευταῖος χριστιανός; Δύο ἀπαντήσεις θὰ δώσουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον ἐρώτημα, ποὺ πολὺ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ὥστε νὰ
καλλιεργοῦμε τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἐμεῖς, ποὺ βέβαια δὲν εἴμαστε παρὰ ἕνα τίποτε μπροστὰ σ’ ἐκεῖνον τὸν μεγάλο Ἀπόστολο.
Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ νιώθει μικρός, πολὺ μικρός, ἐλάχιστος καὶ ελαχιστότερος ὅλων, διότι σκέπτεται τὸ παρελθόν του. Θυμᾶται τὴν προηγούμενη ζωή του, κατὰ τὴν
ὁποία ἦταν διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, θυμᾶται ὅτι ἦταν ἡ ἀπειλὴ καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν, «ὁ πρότερον βλάσφημος καὶ διώκτης καὶ ὑβριστής». Καὶ αὐτὸ τὸν συντρίβει καὶ τὸν κρατεῖ σὲ
βαθιὰ ταπείνωση. Ἡ δικαιολογία ποὺ ἔχει γι’ αὐτὴ τὴν προηγούμενη διαγωγή του, ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ ἄγνοια ἔκανε ὅσα ἔκανε, ὅταν βρισκόταν στὴν ἀπιστία, δὲν αἰσθάνεται ὅτι ἐλαφρύνει τὴ θέση
του. Αὐτὸ τὸ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν προτίμηση τοῦ Θεοῦ: «ἀλλ’ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ» (Α ́ Τιμ. α ́ 13).
ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Ο ΣΩΤΗΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου