του ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Ὁ Τριαδικός Θεός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος, ἐπιθυμεῖ καί βοηθάει ὥστε ὁ κάθε ἄνθρωπος διά τῆς πίστεως νά καταστεῖ βαθειά ἰσορροπημένος, ἅγιος, καί νά μήν καταντᾶ ἀναγκεμένος. Ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς μέ τήν ἀγάπη Του, τούς οἰκτιρμούς καί τό ἔλεος Του, προτρέπει ὅλους εἰς μετάνοιαν, ὥστε ὁ πιστός διά τῆς Χάριτος νά μεταποιεῖ τά πάθη σέ ἀρετές μέ τίς Ἐντολές καί νά καθίσταται ὑγιής ψυχῇ τε καί σώματι μέσα στό πνευματικό θεραπευτήριο, τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, διασώζοντας ἔτσι τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό Πρόσωπο, ἡγιασμένο καί ὑγιές ὅπως ὁ Πλάστης τό δημιούργησε ἐξ ἀρχῆς. Γι’αὐτόν τόν λόγον ἐνηνθρώπησε, ἐθαυματούργησε, ἐσταυρώθῃ, ἀνεστήθῃ, ἀνελήφθῃ καί ἔπεμψε τόν Παράκλητο στόν κόσμο, μέ προοπτική ὁ κόσμος νά γίνει Ἐκκλησία καί οἱ ἄνθρωποι, ἐάν θελήσουν, κατά Χάριν ἅγιοι, τέλειοι, θεοί. «Ἔξω ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει ζωή. Πάει, τέλειωσε»(Ἅγιος Πορφύριος). Ἐν τούτοις, ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι, στήν ἐποχή αὐτή τῆς μετακίνησης λαῶν καί ἐθνῶν θά παρατηρήσουμε ὅτι στούς ἔχοντας τήν ἀνάγκη μας ἐμπερίστατους προσφέρουμε τήν μισή βοήθεια λέγοντάς τους τήν μισή ἀλήθεια, κρύβοντες ἀπ’αὐτούς τήν ἀξίωση τοῦ Χριστοῦ, πού λέει: «γίνεσθε τέλειοι, γίνεσθε ἅγιοι». Καί ἐξηγοῦμε: κατά τό καλῶς νοούμενον συμφέρον, ὅσοι σήμερα ἀσχολούμαστε μέ πρόσφυγες ἤ λαθρομετανάστες προσφέροντας κατά τό δυνατόν ἰατροφαρμακευτική περίθαλψη, στέγη, τροφή καί ἔνδυμα, τήν ἴδια ὥρα σιωποῦμε τελείως ἤ προσφέρουμε ἐλάχιστα καί πλημμελῶς τήν θεϊκή τροφή, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Μεσσίου Ἰησοῦ: «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς[1]», ὥστε νά ξαλαφρώσουν πραγματικά οἱ ψυχές ἀπό τόν πόνο καί τήν ἀγωνία τοῦ ξεριζωμοῦ, ἀφήνοντάς τους στήν πλάνη, στόν φανατισμό, στήν ἀλληλοεξόντωση καί στήν ἄγνοια σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν προσωπική τους αἰώνια σωτηρία, τήν χαρά καί ἀνάπαυση, μέ ἀποτέλεσμα ὁρατές τραγικές συνέπειες γιά ὅλους. Αὐτήν ὅλην τήν ἀδιαφορίαν στά πνευματικά τήν ἑρμηνεύουμε ὡς μή ὤφειλε σάν δῆθεν κτύπημα στό ρατσισμό, σάν δῆθεν ἐνδιαφέρον γι’αὐτούς, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλοί ἀπό ἐμᾶς εἴτε δέν ἔχουμε γνωρίσει τόν Χριστό ἀληθινά καί δέν ἔχουμε γευθεῖ τήν χρηστότητα τοῦ Κυρίου, εἴτε φοβόμαστε γιά τήν ζωή μας. Ἄν χρειαστεῖ νά πεθάνουμε, τουλάχιστον ὁ θάνατός μας ἄς γίνει εὐεργεσία γιά ὅλους αὐτούς πού ὑποφέρουν. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός καταδικάζει τήν δειλία: «τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος[2]». Ἑπομένως, στήν προσφορά αὐτή πρός τούς πάσχοντας, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί[3]», ὑστεροῦμε ὄχι τόσο στήν τροφή καί στό ἔνδυμα ὅσο στήν διδασκαλία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ἡ ἐντολή δέν ὁλοκληρώνεται ἐκ μέρους μας μέ πίστη, ὑπομονή καί ἐλπίδα, ὥστε νά θερίσουμε ὅλοι ἀγαθούς καρπούς. Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές ἀντιγράφουμε, ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης[4]», πῶς ἐκφράζεται ἡ αὐθεντική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μέσῳ τῶν Ἁγίων Του, καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, καί ποιό θά ἔπρεπε νά εἶναι τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον μας γιά τίς τύχες αὐτῶν τῶν πονεμένων καί ἐμπερίστατων ἀνθρώπων, πού κατά ἑκατοντάδες χιλιάδες ἐσκεμμένα ἐκδιώκονται βιαίως ἀπό τίς πατρίδες τους, μέ ἄτιμο τρόπο, γιά νά θεραπεύσουν στή συνέχεια οἱ ἀσεβεῖς τίς δικές τους ἀτιμίες καί τήν ἀθεράπευτη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς τους τήν φιλαργυρία, ἥτις ἐστιν εἰδωλολατρεία, μέ βάρβαρη ἐκμετάλλευση ψυχῶν καί σωμάτων:
“Τόν Μάϊο τοῦ 1989 ὁ Πατήρ Παΐσιος ἔκανε μία δεύτερη -μεγαλύτερη αὐτήν τήν φορά- περιοδεία στά Πομακοχώρια τῆς Θράκης...Σέ κάθε σπίτι πού πήγαινε μαζεύονταν καί ὅλοι οἱ γείτονες -ἀλλοῦ τριάντα, ἀλλοῦ πενήντα μουσουλμάνοι-, γιά νά ἀκούσουν κάτι ἀπό τό στόμα του. Τούς ἔλεγε περίπου τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ ὅλους. Καί ἐσεῖς εἶστε παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἕνας Μουσουλμάνος πού θά γίνη Χριστιανός μπορεῖ νά σωθῆ πιό εὔκολα ἀπό ἕναν πού ἦταν Χριστιανός ἀπό μικρός, γιατί ὁ Μουσουλμάνος δέν ξέρει τίποτε καί ἔρχεται στήν Ὀρθοδοξία καί τά μαθαίνει ὅλα ἀπό τήν ἀρχή, καί γίνεται καλύτερος. Ἐσεῖς, ἐάν ὁμολογήσετε τόν Χριστό, θά εἶστε σέ καλύτερη θέση ἀπό ἐμᾶς, γιατί ἐμεῖς τά ξέρουμε ὅλα καί δυστυχῶς δέν τά ἐφαρμόζουμε». Καθώς περπατοῦσε στά δρομάκια τῶν χωριῶν, ὁ κόσμος μαζευόταν γύρω του, κι ἐκεῖνος τούς κοίταζε μέ βλέμμα σπλαγχνικό, μοίραζε καραμέλες στά παιδάκια καί συζητοῦσε μέ ὅλους. Μία Μουσουλμάνα, πού εἶχε ἀποφασίσει νά βαπτισθῆ Χριστιανή, τόν πλησίασε καί τόν ρώτησε: «Ἐγώ δέν ξέρω τίποτα. Τί νά λέω στήν προσευχή μου;». «Τί ξέρεις νά λές;» , τήν ρώτησε. «Ξέρω νά λέω “Κύριε ἐλέησον”», ἀπάντησε ἡ γυναίκα. «Αὐτό νά λές συνέχεια», τήν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος. Πῆγαν καί στό σπίτι μιᾶς δαιμονισμένης Μουσουλμάνας πού, μόλις εἶδε τόν Γέροντα, τόν πλησίασε καί μέ ὕφος ὑπεροπτικό τοῦ εἶπε: «Ἔχω δαιμόνια ἐγώ». «Καλά, καλά», τῆς εἶπε ὁ Ὅσιος καί μπῆκε μαζί της στό σπίτι, παίρνοντας καί ἕναν ἀπό τούς Πομάκους συνοδούς του. «Θέλεις νά γίνης καλά;» τήν ρώτησε. «Ναί», ἀπάντησε ἡ γυναίκα. Ἔβγαλε τότε τόν ξύλινο Σταυρό του καί, ψιθυρίζοντας τήν εὐχή, πῆγε νά τόν ἀκουμπήση στό μέτωπό της. Ἐκείνη τινάχθηκε ἀπότομα καί ἔσπρωξε τόν Ὅσιο μέ δύναμη. «Τό ταγκαλάκι εἶναι πολύ δυνατό», εἶπε ἐκεῖνος στόν Πομάκο, «πρέπει νά τήν συγκρατήσουμε».Κατάφεραν νά τήν ἀκινητοποιήσουν, καί ὁ Ὅσιος τήν σταύρωσε δύο φορές στό μέτωπο. Τότε ἡ γυναίκα ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά φωνάζη: «Φύγετε, δέν σᾶς θέλω!». Ἀπό τό στόμα της ἔβγαιναν ἀφροί καί ἀφόρητη δυσωδία. Ὁ Πομάκος φοβήθηκε, ἀλλά ὁ Ὅσιος τόν καθησύχασε: «Βγαίνει, μή φοβᾶσαι. Πές της νά τόν διώξη». Μόλις ἐκείνη εἶπε: «Φύγε, σατανᾶ!», ὁ Ὅσιος ἀκούμπησε γιά τρίτη φορά τόν Σταυρό στό μέτωπό της. Τότε εἶδαν ἕνα δαιμόνιο νά φεύγη σάν μαῦρος σκύλος καί νά ἀφήνη τήν γυναίκα λιπόθυμη. Μόλις συνῆλθε, τούς εἶπε: «Δέν ἔχω μέσα μου τό βάρος πού εἶχα, ἀλλά καίγομαι. Μιά φωτιά βγῆκε ἀπό μέσα μου καί μέ ἔκαψε». Ἔπειτα ἡ γυναίκα στράφηκε στόν Πομάκο καί τόν ρώτησε στήν γλῶσσα της: «Πόσα χρήματα θά πληρώσω στόν παπᾶ; Πήγαινα σέ μάγους καί χοτζάδες, καί μοῦ ἔπαιρναν πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές. Τώρα πόσα θά δώσω; Ἑκατόν πενήντα χιλιάδες ἔχω. Φθάνουν;». Ὁ Πατήρ Παΐσιος κατάλαβε τί ἔλεγε καί εἶπε: «Πές της νά δώση μία εὐχή στόν καλόγερο, νά τόν δεχθῆ ὁ Θεός σέ μία ἀκρούλα στόν Παράδεισο». «Δέν θέλει χρήματα», εἶπε ὁ Πομάκος στήν γυναίκα. «Μόνον νά τοῦ πῆς νά ἔχη καλόν Παράδεισο». Ὅταν βγῆκαν στήν αὐλή, ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι βλέποντας τήν γυναίκα τόσο ἀλλαγμένη. Τό πρόσωπό της δέν ἦταν πλέον ἀγριεμένο ἀλλά ἤρεμο. Κοίταζε τόν Πατέρα Παΐσιο μέ εὐγνωμοσύνη καί τόν ρωτοῦσε: «Τί νά κάνω τώρα; Τί νά κάνω;». «Νά διαβάζης τό Εὐαγγέλιο», τῆς εἶπε, «καί νά μήν κοιτάζης φλιτζάνια, οὔτε νά λές τήν μοῖρα. Νά προσπαθῆς νά δουλεύης ὅσο περισσότερο μπορεῖς. Μέ τήν ἐργασία θά ξεκόψης ἀπό αὐτά. Ἅμα δέν δουλεύης καί ἀρχίσης πάλι τά ἴδια, θά τό ξαναπάθης». Στούς συνοδούς του ὅμως ὁ Ὅσιος εἶπε: «Ἄν δέν βάλη τόν Σταυρό ἐπάνω της (δηλαδή ἄν δέν βαπτισθῆ), δέν πρόκειται νά γίνη καλά».”
Θά μοῦ πεῖτε, στό τέλος, ὅτι αὐτό εἶναι προσηλυτισμός. Σᾶς ἀπαντᾶ ὁ Ἴδιος ὁ Μεσσίας Χριστός πού ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο, παραγγέλλει στούς Ἀποστόλους: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὅπως ἐπίσης ἀποκαλύπτει στόν Νικόδημο τόν κρυφό μαθητή: «...ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»(Ἰωάν.,κεφ.γ’,στ.3), ἐπιπλέον κινεῖται καί στόν ἀπόλυτο σεβασμό τοῦ Προσώπου, στό αὐτεξούσιο ὡς δῶρον τοῦ Κτίστου πρός τό Κτίσμα : «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»(Μάρκ.,κεφ.η’,στ.34). Ἡ ἀλήθεια, λοιπόν, εἶναι ὅτι ποθοῦμε νά συν-χωροῦμε καί νά συν-κοινωνοῦμε ἐν Χριστῷ μέ κάθε συν-άνθρωπο, καί κατά τήν ἀξίωσιν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού διδάσκει: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»(Γαλ.,κεφ.γ’,στ.28). Ποῦ λοιπόν, ὑπάρχει προσηλυτισμός ἤ ρατσισμός; Οὐδέν ψευδέστερον τούτου. Γι’αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἀμοιβή τοῦ Χριστοῦ μας πρός τούς θέλοντας νά ὑπακούσουμε στούς λόγους Του, ὅπως καί ἀντίθετα στούς μή θέλοντας ὑβριστάς καί ἀλαζόνας, σάν ὑστερόγραφο, ἄς ἀκούσουμε τί μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής εἰς τήν Θείαν Ἀποκάλυψιν στό 18ο και 19ο κεφάλαιο γιά τήν πόρνην τήν μεγάλην(Νέαν Ἐποχήν) ἥτις διέφθειρε τήν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς: «...καὶ ἐμνημόνευσεν ὁ Θεός τὰ ἀδικήματα αὐτῆς...διὰ τοῦτο ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἥξουσιν αἱ πληγαὶ αὐτῆς, θάνατος καὶ πένθος καὶ λιμός, καὶ ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται· ὅτι ἰσχυρὸς Κύριος ὁ Θεὸς ὁ κρίνας αὐτήν. καὶ κλαύσουσιν αὐτὴν καὶ κόψονται ἐπ' αὐτῇ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ μετ' αὐτῆς πορνεύσαντες καὶ στρηνιάσαντες, ὅταν βλέπωσι τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς... καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς κλαίουσι καὶ πενθοῦσιν ἐπ' αὐτῇ, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι, γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, καὶ κινάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα, καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ πρόβατα, καὶ ἵππων καὶ ῥεδῶν καὶ σωμάτων, καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων»(Ἀποκ., κεφ.ιη’, στ.5,8-9,11-13). «ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ· ὅτι ἔκρινε τὴν πόρνην τὴν μεγάλην, ἥτις διέφθειρε τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ ἐξεδίκησε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς»(Ἀποκ., κεφ.ιθ’,στ.2). «Καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ καὶ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῶν ἰσχυρῶν, λεγόντων· Ἀλληλούϊα, ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ. χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν. καὶ ἐδόθη αὐτῇ ἵνα περιβάληται βύσσινον λαμπρὸν καθαρόν· τὸ γὰρ βύσσινον τὰ δικαιώματα τῶν ἁγίων ἐστί. Καὶ λέγει μοι· Γράψον, μακάριοι οἱ εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι. καὶ λέγει μοι· Οὗτοι οἱ λόγοι ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ εἰσι»(Ἀποκ.,κεφ.ιθ’,στ.6-9). Ποῖον ἐστί ἐν προκειμένῳ τό ὄφελος, ἐάν βοηθοῦμε τούς ἐμπερίστατους νά κερδίσουν πάσῃ θυσία τά πρός τό ζῆν και τούς ἀρνούμαστε τό εὖ ζῆν, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ Ὁδός ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν αἰώνιον ζωή, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»(Ματθ.,κεφ.ιστ’,στ.26).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ἀδελφοί μου καί σεῖς σεβαστοί ἄρχοντες τοῦ ἁγιασμένου τούτου τόπου τῆς Ἑλλάδος μας ἀκούσατε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε καί μάθετε τί εἶπεν ὁ Κύριος: «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ.,κεφ.δ’,στ.4). Ἄς πλησιάσουμε, λοιπόν, μέ ἀληθινή ἀγάπη και ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον, προσφέροντας ἀνιδιοτελῶς τόσο τήν ὑλική περισσότερο ὅμως τήν πνευματική βοήθεια, μέ τό ἅγιο παράδειγμά μας, τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, τά Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἀλλά μέ διάκριση, ὄχι ὡς ἄσοφοι ἀλλά σοφοί, διότι οἱ μέρες εἶναι πονηρές! Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι μισή ἀλήθεια ἰσοδυναμεῖ μέ ὁλόκληρο ψέμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι στό σπίτι μας βρισκόμαστε μέ τά παιδιά μας καί μέ κάποιους ἄγνωστους ξένους πού μᾶς ζητοῦν βοήθεια. Ἄν χρειαστεῖ νά λείψουμε οἱ γονεῖς ἀπό τό σπίτι γιά λίγο, σέ ποιούς θά ἀφήσουμε τήν μέριμνα καί τά κλειδιά τοῦ σπιτιοῦ μας, στά παιδιά μας ἤ στούς ἀγνώστους ξένους; Ὁ νοῶν νοείτω. Στῶμεν καλῶς! Ἡ Ἑλλάδα μας εἶναι Ὀρθόδοξη καί σύν Θεῷ θά παραμείνει Ὀρθόδοξη, ὥστε μέσῳ αὐτῆς ἐσαεί νά εὐεργετεῖται ὁ κόσμος μέ τό Φῶς της καί ὁ κάθε ἐμπερίστατος μέ τόν πολιτισμό της. Γένοιτο Κύριε. Ἀμήν.
[1] Ματθ.,κεφ.ια΄,στ.28
[2] Ἀποκ., κεφ.κα’, στ.8
[3] Λουκ., κεφ.στ’,στ.35-36
[4] Ἐκδ. Ἱ.Ἡ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»Βασιλικά Θεσ/κης, 2015, σελ.440-443.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου