ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μάρκ. 15, 43-47 καί 16, 1-8)
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διαλύει τό σκοτάδι
Ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων μᾶς θυμίζει τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό νεκρό. Καί τήν συναίσθηση τῶν ἀνθρώπων, τῶν φίλων, ὅτι εἶχαν χρέος ἀπέναντί του, νά κάνουν ὅτι ἐπέβαλε ἡ ἀγάπη τους καί ἡ θρησκεία τους.
Ἰδιαίτερα τό αἰσθάνονταν αὐτό οἱ ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες μόλις τελείωσε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, τῆς ἑορτῆς, ξεκίνησαν νά πᾶνε στό μνῆμα τοῦ Χριστοῦ γιά τά «καθήκοντα».
Ἄς δοῦμε τί μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο.
Ξεκίνησαν μέ βαρειά καρδιά.
Πάντοτε δέν βαραίνει ἡ καρδιά μας, ὅταν φέρνομε στή μνήμη μας θάνατο καί μνημόσυνα;
Γιατί ὁ θάνατος εἶναι γιά μᾶς σκοτάδι. Καί φέρνει συναισθήματα βαρειά.
Ὅταν ξεκίνησαν, λέει τό Εὐαγγέλιο, εἶχε πιά ἀνατείλει ὁ ἥλιος. Γιατί μέ σκοτάδι στήν καρδιά καί σκοτάδι στή φύση, δέν τολμοῦσαν οἱ ἁπλές αὐτές γυναῖκες νά ξεκινήσουν, νά πάρουν τόν δρόμο γιά τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά εἶχε εὐτυχῶς ἀνατείλει ὁ ἥλιος.
Καί γιά μᾶς, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἔχει ἀνατείλει.
Στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας λέμε, ὅτι ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Γιατί ἡ μεγαλύτερη ἀνατολή εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς λέει ὅτι τό σκοτάδι τοῦ Ἅδου καί τοῦ θανάτου διαλύθηκε. Καί ἀπό δῶ καί πέρα ἔχομε τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὅσο μᾶς τσακίζει ἡ μαυρίλα τοῦ θανάτου, τόσο μᾶς ἐνθαρρύνει καί μᾶς παρηγορεῖ ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀρκεῖ βέβαια νά τήν πιστεύομε. Γι' αὐτό καί ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καθήκοντα καί χρέη ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι νά φροντίζομε νά βλέπομε, νά μαθαίνομε, νά πιστεύομε, νά ἀγαπᾶμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Παρέμβαση γεμάτη ἐλπίδα
Πῆγαν λοιπόν οἱ Μυροφόρες στόν τάφο καί ἐνῶ σκέπτονταν πῶς θά κυλίσουν τόν λίθο, τόν βρῆκαν ἀποκυλισμένο. Μπῆκαν μέσα καί εἶδαν στό μέρος πού ἦταν τό σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά στέκει ἕνας ἄγγελος. «Νεανίσκος ἐνδεδυμένος στολήν λευκήν».
Βλέποντας τόν ἄγγελο οἱ ἅγιες Μυροφόρες κατάλαβαν ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει μία παρέμβαση. Παρέμβαση ὄχι ἀνθρώπου ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό ζητούμενο στήν προσευχή μας. Ὅλοι ἤλθαμε ἐδῶ γιά μιά παρέμβαση τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας, στά προβλήματά μας, στό θάνατό μας, στήν ψυχή μας, στήν αἰώνια ζωή.
Δέν ὑπάρχει γλυκύτερη ἐλπίδα γιά τόν ἄνθρωπο καί γλυκύτερη συναίσθηση, ἀπό τό νά αἰσθάνεται ὅτι ὑπάρχει ἐνδεχόμενο παρέμβασης τοῦ Χριστοῦ γιά χάρη του.
Ὁ ἄγγελος ὄχι μόνο φανερώθηκε στίς Μυροφόρες, ἀλλά καί τούς μίλησε καί τούς εἶπε:
«Μή φοβεῖσθε. Ζητᾶτε, ψάχνετε νά βρεῖτε τόν Χριστό. Δέν εἶναι πιά νεκρός. Ἀναστήθηκε. Κοιτάχτε πού τόν εἴχανε βάλει. Δέν εἶναι πιά ἐδῶ.
Ἀλλά αὐτό δέν ἔχει νόημα νά τό ἀκούσετε μόνο. Γιατί ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά τόν ἑαυτό του καί εἶχε μία περιπέτεια, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, γιά νά ξαναγυρίσει στόν τόπο ἀπό τόν ὁποῖο ξεκίνησε καί νά γλυτώσει ἀπό αὐτές τίς ἐξυπνάδες τῶν ἀνθρώπων».
Ἦλθε γιά μᾶς ὁ Χριστός, σταυρώθηκε γιά μᾶς, πέθανε γιά μᾶς, τάφηκε γιά μᾶς καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς. Καί βρίσκεται τώρα καθισμένος στό θρόνο τοῦ Πατέρα του στά δεξιά τοῦ Πατέρα του γιά μᾶς.
Αὐτός εἶναι πού ἔδωσε μέ τόν ἄγγελο τήν ἐντολή:
-Πηγαίνετε νά πεῖτε στούς μαθητές του καί νά τὄχετε ὅλοι ὑπ’ ὄψη σας. Προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν. Σᾶς παραγγέλνει: «Πηγαίνετε στόν τόπο σας καί περιμένετέ με, ἐκεῖ πού βρίσκεστε. Στό σπίτι σας, στή δουλειά σας, στό χωράφι σας. Ὅπου καί ἄν εὑρίσκεστε νά μέ περιμένετε, νά μέ περιμένετε».
Ὁ μεγάλος ἀγώνας, δέν εἶναι ὅταν βρισκόμαστε στήν Ἐκκλησία.
Ἀγώνας εἶναι, ὅταν εἴμαστε στό σπίτι μας, νά ξεκινήσομε νά ἔλθομε στήν Ἐκκλησία.
Ἀλλά ὅταν ἔλθομε στήν Ἐκκλησία ζοῦμε στή γαλήνη τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου καί στήν εὐλογία του. Παίρνομε ὅπλα καί δύναμη γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή μας. Ἐρχόμαστε γιά νά γεμίσομε τίς μπαταρίες τῆς ψυχῆς μας, ὅπως λέμε στή σύγχρονη ἐποχή.
Μέ τήν καρδιά μας βλέπομε τόν Χριστό
Τί σημαίνουν τά λόγια: «Φροντίζετε στόν τόπο πού βρίσκεστε νά περιμένετε τόν Χριστό»;
Πῶς τόν περιμένομε τόν Χριστό; Πότε τόν περιμένομε; Ὅταν σκεπτόμαστε:
-Πατάω σωστά πάνω στήν πίστη; Πατάω σωστά πάνω στά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε νά τόν περιμένομε καί θά ρθεῖ; Στέκω σωστά, ὀρθοποδῶ;
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μήνυμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἀνάσταση γιά μᾶς. Αὐτό εἶναι τό αἰώνιο, τό ἰσόβιο χρέος μας. Νά σκεπτόμαστε κάθε στιγμή: Ὀρθοποδῶ; Στέκομαι σωστά, σκέπτομαι σωστά, αἰσθάνομαι σωστά; Πολύ ἁπλό τό πρᾶγμα, ἀλλά μέ ἀπέραντη σημασία.
Καί νά τό σκέπτεστε, λέει ὁ Χριστός, γιά τόν ἑαυτό σας καί γιά ὅλο τόν ἄλλο κόσμο. Γιατί ἔχετε χρέος, ἐσεῖς οἱ ἀπόστολοι καί σεῖς οἱ Μυροφόρες γυναῖκες νά μή σταματήσετε ποτέ νά λέτε ἐκεῖνα πού βιώσατε, ἐκεῖνα πού ἀγαπήσατε, ἐκεῖνα πού πιστεύσατε.
Λέει ἕνα τροπάριο τῆς Κυριακῆς τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Θωμᾶ: «Σέ δοξάζομε Κύριε, σέ τόν ἀναστάντα Χριστόν, οὐ βλεφάροις ἰδόντες». Ἐμεῖς, δέν ἀξιωθήκαμε νά σέ δοῦμε μέ τά μάτια μας, «ἀλλά πόθῳ καρδίας». Σέ εἴδαμε ὅμως μέ τόν πόθο τῆς καρδιᾶς μας. Καί σέ βάλαμε μέσα στήν καρδιά μας.
Χωρίς τόν πόθο τῆς καρδιᾶς, τόν εἶχαν δεῖ καί οἱ φαρισαῖοι καί ὁ Καϊάφας καί ὁ Πιλᾶτος. Δέν ἔχει σημασία τί βλέπουν τοῦτα τά μάτια τά ἔξω. Ἀλλά τό θέμα εἶναι, ἄν τόν βλέπει κανείς τόν Χριστό μέ τόν πόθο τῆς καρδιᾶς του καί μέ τήν πίστη. Συνεπῶς, ἐάν τόν βλέπομε μέ τόν πόθο τῆς καρδιᾶς μας, εἴμαστε στήν κατάσταση τήν ὁποία ἐμακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας στόν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού τόν εἶδε: «πιό μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες».
Ἄς κρατᾶμε καί ἐμεῖς αὐτό τό μακαρισμό καί ἄς ἀγωνιζόμαστε ὅλο καί περισσότερο νά ὀρθοποδοῦμε. Καί στά καλά αἰσθήματα καί στίς καλές ἀποφάσεις, ἀλλά προπαντός στήν πίστη. Τί πρέπει δηλαδή νά κάνομε;
Ποῖο τό χρέος μου;
Τό πρῶτο χρέος, λέει ἡ πίστη μας, εἶναι νά διερωτώμαστε:
• Γιατί σταυρώθηκε ὁ Χριστός;
Γιά μᾶς. Δηλαδή, γιά τίς ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει γιά τίς ἁμαρτίες μας; Οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι τό σοβαρότερο πρόβλημα γιά μᾶς. Ἡ μεγαλύτερη ταλαιπωρία καί ἡ μεγαλύτερη δυστυχία μας. Γιατί; Γιατί μᾶς χωρίζουν ἀπό τήν αἰώνια ζωή, ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Νά σκεπτόμαστε ὅτι ἦλθε ὁ Χριστός γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας.
Ὅταν ἔχομε μνημόσυνα τί κάνομε; Παρακαλοῦμε τόν Χριστό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τῶν κεκοιμημένων. Νά μήν ἐπιτρέψει οἱ ὅποιες ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, γιά τούς ὁποίους προσευχόμεθα, νά τούς στερήσουν τήν αἰώνια ζωή. Ἀλλά νά πλύνει τίς ψυχές τους μέ τό ἅγιο αἷμα του, μέ τήν ἀγάπη του, μέ τήν εὐσπλαγχνία του.
• Τό ἄλλο χρέος μας εἶναι νά πιστεύομε ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε γιά μᾶς.
Γιατί ἀναστήθηκε; Γιά νά μᾶς βεβαιώσει, νά μᾶς τό κηρύξει, νά τό βάλομε στήν καρδιά μας:
Θαρθεῖ μία μέρα πού θά ἀναστηθοῦμε ὅλοι καί θά βρεθοῦμε μαζί του στήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη Βασιλεία του.
Καί μετά ἀπό αὐτά, τό ἐρώτημα εἶναι:
-Ἐγώ, τί πρέπει νά κάνω;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολύ ἁπλή. Πρέπει νά φροντίζω, νά βλέπω πράγματα σωστά.
Ἡ χειρότερη ἀπειλή στή ζωή μας εἶναι, νά ξεχνᾶμε αὐτό πού εἶναι γιά μᾶς οὐσιαστικό καί νά ἀσχολούμαστε μέ λεπτομέρειες. Νά ἐπηρεαζόμαστε ἀπό λάθος τοποθετήσεις καί νά βλέπομε τά βασικά θέματα στραβά.
-Μά τί θά πεῖ ἁμαρτία...; Μήν ἀσχολεῖσαι!
Τί θά πεῖ αἰώνια ζωή, πίστη, καλά ἔργα; Ἔλα καϋμένε, κοίτα τήν δουλειά σου. Τότε εἶναι πού ἀρχίζομε καί τά βλέπομε ὅλα στραβά.
Κήρυγμα: Καρπός ἅγιας ζωῆς
Ἔφυγαν οἱ Μυροφόρες νά πᾶνε ἐκεῖ πού τούς εἶπε ὁ Χριστός. Ἀλλά στό δρόμο τά ξέχασαν, φοβήθηκαν, δέν πῆγαν ἐκείνη τήν ἡμέρα νά βροῦν τούς ἀποστόλους, νά τούς ποῦν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Γιατί;
Φοβήθηκαν. «Καί οὐδενί, οὐδέν εἶπον».
Ἀλλά γιά μία ἡμέρα φοβήθηκαν.
Καί μετά; Μετά εἶδαν πάλι τόν Χριστό, πίστευσαν βαθειά καί ξεχύθηκαν καί οἱ ἀπόστολοι, καί οἱ Μυροφόρες γυναῖκες στόν κόσμον, καί ἐκήρυτταν, ζῶντας ἅγια, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν. Διακήρυξαν σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅτι τό καλύτερο πού ἔχει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι νά δέχεται τόν Χριστό σωτήρα καί εὐεργέτη του. Καί νά φροντίζει νά κάνει ὅτι καλύτερο μπορεῖ γιά νά τηρεῖ τό θέλημά του.
Γιατί ὅποιος λέει ὅτι πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά κάνει ἄλλα πράγματα, ἀνεπίτρεπτα ἀπό τόν νόμο του, οὐσιαστικά δείχνει ὅτι δέν τόν ἔχει βάλει, οὔτε στήν καρδιά του, οὔτε στό μυαλό του.
Ἄς φροντίζομε νά γεμίζομε καί τήν καρδιά μας καί τό μυαλό μας μέ τήν πίστη στόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί στήν ἁγία του ἀνάσταση, πού εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία του γιά μᾶς. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στή Γραμμενίτσα στίς 15/5/2005
zoiforos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου